Η Κούβα που
άφησε
πίσω του
ο Φιντέλ
Ένα οδοιπορικό, ημέρα προς ημέρα, και εικόνα προς εικόνα, από την καθημερινότητα των Κουβανών όπως την κατέγραψε ο συνεργάτης του Protagon που επισκέφθηκε το νησί τις ημέρες της κηδείας του Κάστρο.
του Δημήτρη Αλικάκου
Έφθασα στην Αβάνα το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Στο αεροδρόμιο με περίμενε μια Chevrolet του ’50, ο Χόρχε ο οδηγός και ο Μανόλο ο “ξεναγός” μου. Ένας Κουβανός γύρω στα 55 με άψογα ελληνικά καθώς έμεινε στην Ελλάδα για πάνω από 10 χρόνια παντρεμένος με ελληνίδα. Στην Αβάνα νοικιάζει ένα δωμάτιο σε τουρίστες κι από κει εισπράττει ένα ποσό της τάξης των 400 ευρώ μηνιαίως. Βέβαια, δεν έμεινε εκεί καθώς αποφάσισε να ικανοποιήσει και άλλες ανάγκες του τουρίστα όπως τροφή, διασκέδαση, μετακίνηση κλπ, στέλνοντάς τον στους κατάλληλους ανθρώπους. Το κέρδος του; Προμήθεια. «Έτσι δουλεύει το σύστημα εδώ». Άρχισα τις απανωτές ερωτήσεις μέσα στο ταξί: «Πόσο κοστίζει το ταξί; Πόσο το φαγητό; Πόσοι κάνουν αυτό που κάνεις εσύ;». «Βιάζεσαι, όλα θα τα μάθεις σιγά σιγά… Ξέρω ότι είσαι δημοσιογράφος, πες μου όμως τον ακριβή λόγο της επίσκεψής σου εδώ. Κάτι μου είπε ο Παύλος για “κοινωνική ξενάγηση”. Τι είναι αυτό;»
-Κρατικό “παντοπωλείο”. Παίρνει αυτά που δικαιούται με το δελτίο τροφίμων.
-Τι δικαιούται;-Θα στα πω αργότερα. Δες εδώ τι έχει το παντοπωλείο.
Ο Παύλος, φίλος ναυτικός από την Αθήνα, με σύστησε στον Μανόλο. Ήθελα έναν “ξεναγό” (όλοι οι ξεναγοί στην Κούβα είναι κρατικοί υπάλληλοι) να με πάει εκεί που δεν πάνε τους τουρίστες και, κυρίως, έναν άνθρωπο να με φέρει σε επαφή με ντόπιους. Να μιλήσω μαζί τους, να ρωτήσω, να μάθω. «Αυτά θέλω Μανόλο, να σηκώσω την πέτρα να δω τι βρίσκεται από κάτω» του είπα μέσα στο ταξί καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο. Γύρισε πίσω και με κοίταξε σκεπτικός. «Άκου Δημήτρη, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλεις, αλλά εδώ είναι Κούβα και όχι Ελλάδα που σταματάς στον δρόμο ανθρώπους και τους ρωτάς αν τους αρέσει ο Τσίπρας. Εδώ αυτό δεν το ρωτάμε! Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου».
Ήταν η σειρά μου να μείνω σκεπτικός. Άρχισα μέσα μου να βρίζω τον Παύλο που μου σύστησε τον λάθος άνθρωπο. Ένιωθα οργή και απογοήτευση. Τόσες χιλιάδες μίλια ταξίδι τζάμπα; Αποκλείεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις το “μάνιουλ” του ρεπορτάζ προτείνει μια λέξη: αποφόρτιση. «Εντάξει. ας τα αφήσουμε αυτά. Νιώθω ζαλισμένος από το ταξίδι. Κερνάω ποτό στο ξενοδοχείο. Φτάνουμε;». «Ωραία ιδέα. Σε δέκα λεπτά. Άλλωστε πρέπει να αργήσεις να κοιμηθείς για να προσαρμοστείς στη νέα ζώνη ώρας».
Σταματάμε σε ένα φανάρι. Ο Χόρχε μιλάει στον Μανόλο. Στο πεζοδρόμιο του αντίθετου ρεύματος, πάνω σε μια πιάτσα ταξί, τρεις αστυνομικοί βάζουν σε ένα περιπολικό δυο κοπέλες. Ανάβει το φανάρι, φεύγουμε. «Τι έγινε;» ρωτάω. «Τις συνέλαβαν, αλλά δεν ξέρουμε γιατί. Αν είναι κάποιος γνωστός ταξιτζής του Χόρχε στην πιάτσα θα μάθουμε αύριο». «Ναι, θέλω να μάθουμε!». Κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας.
Ήταν περίπου οκτώ το βράδυ όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Άφησα τα πράγματα και ανεβήκαμε στο roof garden του ξενοδοχείου. «Πιες ένα ρούμι να ζαλιστείς να πέσεις ξερός». «Ωραία θα πιω ένα Havana Club». «Άστο αυτό, είναι για τους τουρίστες, εσύ δεν είσαι είπαμε» (γέλια). Γύρισε στο γκαρσόνι και παρήγγειλε μόνος του. «Legendario Elixir oscuro». «Εσύ ξέρεις».
Σηκώθηκα από τη θέση μου και κοίταξα την πόλη από ψηλά. Ωραία εικόνα! αλλά η μηχανή ήταν στη βαλίτσα. Τράβηξα με το κινητό. Αυτή ήταν η πρώτη φωτογραφία. Έλεγε άραγε την αλήθεια;
Το πρώτο ποτήρι έφυγε μονορούφι. Πήραμε και δεύτερο… και τρίτο. Άνοιξαν τα στόματα και οι ψυχές. Μου μίλησε για τη ζωή του, το κομμάτι Ελλάδας που κουβαλάει μέσα του, το όνειρό του να μαζέψει λεφτά και να πάει Μεξικό. «Εκεί θέλω να γεράσω. Ούτε εδώ, ούτε στην Αμερική που θέλουν να πάνε όλοι». «Μα εδώ είναι η πατρίδα σου» αντέτεινα. «Ναι, αλλά εδώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα». Όπα! «Αντικαθεστωτικός» σκέφτηκα και φώναξα τη σκέψη μου ρωτώντας. Το προσπέρασε. «Άστα αυτά. Πες μου ειλικρινά τι ήρθες να κάνεις στην Κούβα;». «Θες να μάθεις τι θέλω να κάνω; Να, έτσι κοιτώντας την πλατεία από πάνω θέλω να γράψω σε ένα πλακάτ “Ζήτω η Δημοκρατία” στη γλώσσα τους και να στηθώ στη μέση της. Τι θα μου κάνουν; Δεν θα βρίσω κανέναν». «Αν δεν είσαι μεθυσμένος, είσαι τρελός. Άκου τι θα σου κάνουν: Σε ελάχιστα λεπτά θα έρθει η αστυνομία. Θα σου πουν “γιατί γράφεις ζήτω η δημοκρατία;”. Προφανώς θα τους πεις “γιατί πιστεύω σε αυτήν”. Σωστά; Σωστά. Κι αυτοί θα σου πουν “κι εμείς πιστεύουμε στην δημοκρατία” -República de Cuba η επίσημη ονομασία. Τότε τι θα τους πεις;». «Θα τους πω ότι χωρίς εκλογές πώς έχετε δημοκρατία;». «Αυτό θα τους πεις;» «Ναι, αυτό θα τους πω». «Ε τότε τζάμπα τα λεφτά στο ξενοδοχείο που έκλεισες. Η διαμονή στη φυλακή είναι δωρεάν. Θα σε “εξαφάνιζαν”».
-Πάω για ύπνο Μανόλο, ζαλίστηκα με το ρούμι.-Είναι προφανές. Καλή ξεκούραση.
(Καλό παιδί και σοφός φαίνεται ο Μανόλο. Πρέπει να τον εμπιστευτώ. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη της μέρας)
1η ημέρα
Το ραντεβού με τον Μανόλο ήταν στις 9 το πρωί. Εγγλέζος. «Λοιπόν, λέω να περπατήσουμε στην πόλη -ξεκινώντας από την παλιά- να πάρεις τις πρώτες εικόνες, μια πρώτη γεύση της πρωτεύουσας». «Φύγαμε».
Η πρώτη εικόνα που βλέπω είναι αυτή η κυρία με το λευκό μαντήλι και την κόκκινη μπλούζα.
Ένα τετράφωνο πιο κάτω ήταν το “Floridita”, το διάσημο μπαρ (κρατικό) που σε μεγάλο βαθμό χρωστάει τη φήμη του στον Χέμινγουεϊ που απολάμβανε εκεί το ντάκιρι του. «Σήμερα δεν θα ανοίξει. Μέχρι την Κυριακή τέλος ποτά, μουσική και χορός. Έχουμε “εθνικό πένθος”».
-Πενθούν οι Κουβανοί;-Οι περισσότεροι, ναι, πενθούν.-Οι περισσότεροι;-Ναι οι περισσότεροι πενθούν… που δεν μπορούν να πιουν, να χορέψουν και να βγάλουν χρήματα.-…-Προχώρα Δημήτρη. Κοίτα και φωτογράφιζε.-Τι είναι αυτό εδώ που ψωνίζει η κυρία;
-Κρατικό “παντοπωλείο”. Παίρνει αυτά που δικαιούται με το δελτίο τροφίμων.
-Ρύζι, καλαμποκάλευρο, αρακάς (αποξηραμένος), αλάτι, μαύρα φασόλια, ζάχαρη και τσιγάρα άφιλτρα–και πιο δίπλα καφές. Ό,τι δεν δικαιούται -ή επιπλέον ποσότητα- το αγοράζει.
-Δυο ειδών σαπούνια και οδοντόπαστα σε προσφορά. Έξι πέσος με το φθηνό νόμισμα.-Εξήγησέ μου αυτό με τα νομίσματα.-Η Κούβα έχει δυο νομίσματα: Το ακριβό CUC (Cuban Convertible Peso) που απευθύνεται –κυρίως– στους τουρίστες και το φθηνό CUP (Cuban Peso) με το οποίο το κράτος πληρώνει τους Κουβανούς. Για να μην μπερδεύεσαι, το CUC έχει περίπου ίδια αξία με το ευρώ. Το φθηνό έχει το 1/24 της αξίας τού ακριβού. Τα πώς και τα γιατί βρες τα στο google.
Στο επόμενο στενό υπήρχε άλλο ένα “παντοπωλείο”. Αυτό φαινόταν πιο καθαρό και οργανωμένο. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα ένας κρατικός ξεναγός με δυο τουρίστες στους οποίους μιλούσε. Ο Μανόλο έστησε αυτί.
-«Εδώ βλέπετε τα επιτεύγματα της Επανάστασης στον τομέα της σίτισης του πληθυσμού. Δίνουμε δωρεάν τρόφιμα στο λαό και έτσι κανείς δεν υποσιτίζεται». Αυτά λέει. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα πιστεύει.
-Γιατί το λες αυτό;-Θα καταλάβεις στη συνέχεια. Πάμε έξω προς το παρόν γιατί αυτό που κάνεις (φωτογραφίες) θα μπορούσε να ενοχλήσει κάποιον υπάλληλο, και αυτό δεν είναι καλό για σένα.-Αυτός ο κύριος τι θα γεμίσει με το μπουκάλι του;-«Εδώ βλέπετε τα επιτεύγματα της Επανάστασης στον τομέα της σίτισης του πληθυσμού. Δίνουμε δωρεάν τρόφιμα στο λαό και έτσι κανείς δεν υποσιτίζεται». Αυτά λέει. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα πιστεύει.
-Λάδι.
-Ελαιόλαδο;-Σογιέλαιο. Πάμε έξω.
Βγαίνοντας από το παντοπωλείο είδα αυτό.
Και αυτό.
Σε αντίθεση με τις δυο παραπάνω φωτο αυτή δεν είναι αυθεντική. Ο κύριος ποζάρει και στη συνέχεια σε παίρνει από πίσω ζητώντας επιτακτικά χρήματα.
Και αυτό.
Σε αντίθεση με τις δυο παραπάνω φωτο αυτή δεν είναι αυθεντική. Ο κύριος ποζάρει και στη συνέχεια σε παίρνει από πίσω ζητώντας επιτακτικά χρήματα.
Μανόλο: «Κι όμως, λίγες μέρες ακόμα και θα συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η εικόνα είναι αυθεντική της σημερινής Κούβας. Ακριβώς επειδή είναι ψεύτικη».
Στα σοκάκια της παλαιάς πόλης βλέπω ένα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο, έξω τουρίστες, από μέσα ακούω παιδικές φωνές. Πλησιάζω. Σχολικό μάθημα παιδιών δημοτικού σε δημόσια θέα! Τραβάω φωτογραφία.
Αυτή η εικόνα με ενόχλησε περισσότερο από ό,τι είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Προκειμένου να δείξει το καθεστώς ότι όλα τα κουβανόπουλα δικαιούνται δωρεάν παιδείας (είναι αλήθεια αυτό), έβγαλε μια τάξη στο δρόμο. Και περνάει ο κάθε περίεργος, σαν κι εμένα, και χαζεύει. Και η δασκάλα ασχολείται και μαζί του. Το ίδιο και τα παιδάκια. Το βίντεο “μιλάει” από μόνο του.
Σχολεία υπάρχουν, και είναι πολλά και σε καλή κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος όμως ότι αυτό αρκεί για να επαινέσει κάποιος το σύστημα παιδείας της χώρας. Ειδικά αν έχει στο μυαλό του το δικό μας: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Δείτε το βίντεο που μου έδωσε μια μητέρα με την δέσμευση-όρκο των μαθητών δημοτικού ενώπιον στελεχών του Κόμματος.
Αφήνουμε την δημόσια “σχολική αίθουσα” και κατηφορίζουμε τον δρόμο. Σε μια πλατεία βλέπω αυτό.
-Τι έγινε βρε Μανόλο, ήρθε ο καπιταλισμός στην Κούβα;-Υπερβάλεις. Είναι υπό κρατικό έλεγχο. Δεν είναι μόνο αυτή η φίρμα, είναι και άλλες.
Καθόμαστε να πιούμε έναν καφέ στην πλατεία. Ωραία πλατεία με κάμποσους τουρίστες. Περιμένουμε να παραγγείλουμε. Κανένα γκαρσόνι. Λάθος. Πολλοί υπάλληλοι αλλά κανένας δεν μας δίνει σημασία.
-Μα γιατί συμβαίνει αυτό;-Στην Κούβα κανείς δεν τρέχει Δημήτρη. Το μαγαζί είναι κρατικό, όπως τα περισσότερα, και το προσωπικό δημόσιοι υπάλληλοι. Ποιος ο λόγος να τρέξουν; Κανένας δεν τους απειλεί, αλλά και κανένας δεν τους επιβραβεύει. Είτε κάθονται είτε δουλεύουν ο μισθός είναι ίδιος: 25 πέσος. Δηλαδή περίπου 25 ευρώ.-Θες να πεις ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι παίρνουν αυτό το ποσό;-Ναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως γιατροί, αστυνομικοί και κάποια άτομα με ειδικά προσόντα. Οι υψηλόμισθοι φτάνουν μέχρι τα 55-60 ευρώ το μήνα.
Τελικά ο Μανόλο σηκώνει το χέρι του και σε λίγο έρχεται μια κοπέλα. Οι καφέδες έρχονται σχετικά γρήγορα. Ο διπλός εσπρέσο 2 ευρώ. Δεν είναι άσχημος.
-Καλή τιμή, δεν είναι ακριβός.-Για σένα. Σκέψου όμως ποιος Κουβανός μπορεί να καθίσει εδώ να πιει έναν καφέ ή μια μπύρα με 25 ευρώ μισθό. Μια μπύρα στο σούπερ μάρκετ –όχι εδώ- κάνει 1 ευρώ. Ένα λίτρο γάλα 2,40. Ένα μπουκαλάκι νερό 0,50.-Και πώς τα βγάζουν πέρα;-Έλα ντε. Οι περισσότεροι κάνουν και κάτι άλλο. Κυρίως στα αστικά κέντρα όπου υπάρχει τουρισμός. Όλα κινούνται γύρω από τον τουρισμό. Στην επαρχία όμως η κατάσταση είναι τραγική. Σήκω, έχουμε δρόμο!-Κάτσε να μας φέρει την απόδειξη.-Απόδειξη; Τι είναι αυτό; (γέλια) Πάμε.
Διασχίζουμε την παλιά πόλη από άλλο δρόμο περνώντας μέσα από αυτές τις εικόνες.
Ο τσαγκάρης στο δρόμο
Το φαρμακείο.
Το κρεοπωλείο.
Τα φιλαράκια παίζουν.
Κάτι χάλασε. Εργασίες αποκατάστασης (τι μου θυμίζει…)
Υπαίθριο παζάρι βιβλίων. Η θεματολογία περιορισμένη.
Φτάσαμε στο Καπιτώλιο. Άλλος αέρας στην πλατεία.
Συνεχίζουμε περπατώντας από την άλλη πλευρά της πόλης. Κι άλλα έργα.
Κάποιοι άνθρωποι αντιδρούσαν στην φωτογραφία. Οι περισσότεροι όχι.
-Τι είναι αυτό βρε Μανόλο;
Για τομάρι ζώου μοιάζει.
Το κτίριο αριστερά είναι εξαίρεση.
Κοντεύουμε στην παραλιακή. Ερημιά στο δρόμο. Μια γυναίκα περπατάει δίπλα μας. Στρίβουμε στο στενό, στρίβει κι εκείνη. Στρίβουμε στο επόμενο, στρίβει κι εκείνη. Μας ακολουθεί για περίπου 10 λεπτά, λίγα μέτρα πίσω.
-Τι παίζει εδώ Μανόλο;-Αν δεν είναι σύμπτωση, είναι πόρνη.-Πώς θα το μάθουμε;-Κοίταξέ τη.
Στρίβω το κεφάλι μου πίσω και αμέσως μου χαμογελάει.
-Τη θέλω.-Τι εννοείς;-Θέλω να μιλήσω μαζί της.-Τζάμπα αποκλείεται.-Θα την πληρώσω.
Ο Μανόλο την πλησιάζει και της μιλάει. Στη συνέχεια έρχεται κοντά μου.
-Δέχθηκε;-Πλάκα κάνεις; Κουβεντούλα επί πληρωμή και να μην δεχθεί; Εδώ λίγο πιο κάτω έχει μια κρατική καφετέρια. Ακολούθα.
Φτάνουμε, καθόμαστε, αρχίζω τις πρώτες ερωτήσεις γνωριμίας. Μπέτυ, 34 ετών, υπάλληλος σε νοσοκομείο, μητέρα δυο παιδιών στην εφηβεία, χωρισμένη.
-Τα παιδιά σου γνωρίζουν τη δεύτερη “δουλειά” σου;-Όχι, και θα ένιωθα πολύ άσχημα αν το μάθαιναν.-Πού είναι τώρα;-Με την γιαγιά τους.-Σου αρέσει ή το κάνεις από ανάγκη;-Εννοείται από ανάγκη. Πώς θα ζήσουμε με 25 πέσος;-Πόσα βγάζεις;-Δεν πέφτω κάτω από 40 ευρώ την ημέρα.-Βγαίνεις κάθε μέρα στο δρόμο;-Όχι, επιδιώκω σταθερές σχέσεις με τους πελάτες.-Δηλαδή;-Θέλω να είμαι κοντά με τον πελάτη (σ.σ. τουρίστα) από την αρχή του ταξιδιού του μέχρι το τέλος. Με τον τελευταίο πελάτη μου ήμασταν 15 μέρες μαζί και μου έδωσε 600 ευρώ.-Τι σε ενοχλεί πιο πολύ στη χώρα;-Που δεν υπάρχουν φάρμακα για τα παιδιά.-Ποια είναι η άποψή σου για τον Φιντέλ; Στεναχωρήθηκες που πέθανε;
Παρεμβαίνει ο Μανόλο.
-Αυτή δεν είναι καλή ερώτηση Δημήτρη, στο είπα από την αρχή.-Σε παρακαλώ, θέλω να την κάνεις.
Με έναν ελαφρύ μορφασμό δυσαρέσκειας την έκανε. Η Μπέτυ απάντησε με λίγα λόγια.
-Τι σου είπε;-Σε απλά ελληνικά «δεν μου καίγεται καρφί».
Συνεχίζω.
-Ποιο είναι το όνειρό σου;-Να φύγω από την Κούβα.-Πού να πας;-Οπουδήποτε αλλού εκτός από δω.-Και τα παιδιά;-Θα τα πάρω μαζί μου.-Μα είναι η πατρίδα σου.-Αν μαζέψω λεφτά μπορεί να επιστρέψω.
Λέω στον Μανόλο να της πει ότι τελειώσαμε και πως θα ήθελα να μας πάει σε μερικά νοσοκομεία αύριο.
-Και αν με ρωτήσει για ποιο λόγο τι θα της πω;-Πες της την αλήθεια.
Μίλησαν για κανα δυο λεπτά οι δυο τους. Δεν έδειξε να ταράζεται. Έβγαλα και της έδωσα διακριτικά 20 ευρώ. Άνοιξε το κινητό της και άρχισε να μου δείχνει φωτογραφίες με τα παιδιά της.
Μετά από λίγα λεπτά μού ζήτησε να πάρει από το μαγαζί τρία αναψυκτικά για τα παιδιά της. Τα πήρε. Μετά από λίγο να της δώσω δυο ευρώ να αγοράσει κάρτα ιντερνέτ για την αδελφή της. Της έδωσα.
Μετά από λίγα λεπτά μού ζήτησε να πάρει από το μαγαζί τρία αναψυκτικά για τα παιδιά της. Τα πήρε. Μετά από λίγο να της δώσω δυο ευρώ να αγοράσει κάρτα ιντερνέτ για την αδελφή της. Της έδωσα.
Μανόλο (γελώντας): «Αν συνεχίσουμε έτσι θα περάσει και στα ξαδέλφια της. Πάμε να φύγουμε».
Δώσαμε ραντεβού την επόμενη μέρα το πρωί για «ξενάγηση» στα νοσοκομεία.
Καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο είδα αυτές τις δυο εικόνες και γαλήνεψε η ψυχή μου.
Σέρνοντας τα πόδια μου από την κούραση, με το κοντομάνικο να έχει κολλήσει πάνω μου (η ζέστη της Κούβας παλεύεται, η υγρασία όχι) και τα μάτια μου να τσούζουν από τα καυσαέρια των πιο ρυπογόνων αυτοκινήτων στον κόσμο (θα μιλήσουμε και γι’ αυτά)…
Σέρνοντας τα πόδια μου από την κούραση, με το κοντομάνικο να έχει κολλήσει πάνω μου (η ζέστη της Κούβας παλεύεται, η υγρασία όχι) και τα μάτια μου να τσούζουν από τα καυσαέρια των πιο ρυπογόνων αυτοκινήτων στον κόσμο (θα μιλήσουμε και γι’ αυτά)…
…τελείωσε το οδοιπορικό της πρώτης μέρας.
Έκανα ένα μπάνιο, ήπια δυο γουλιές ρούμι και άνοιξα την τηλεόραση να χαζέψω να με πάρει ο ύπνος. Όλα τα κανάλια! Από Ευρώπη, Κίνα και Αμερική (εννοείται μόνο στα ξενοδοχεία. Οι Κουβανοί δεν μπορούν να δουν κάτι άλλο πέρα από τα κρατικά –τέσσερα νομίζω). Έβαλα ένα κρατικό. Ήταν 8, έπεσα πάνω στις ειδήσεις.
Πρώτη είδηση για τον Φιντέλ. Απόλυτα λογικό. Δεύτερη είδηση για τον Φιντέλ. Εντάξει… λογικό. Τρίτη είδηση για τον Φιντέλ. Μη σας κουράζω. Εννιά ειδήσεις έπαιξαν, όλες για τον Φιντέλ. Λογικό; Μπορεί. Στη συνέχεια είχε μια εκπομπή-τοκ σόου (“mesa redonda” ο τίτλος της εκπομπής, δηλαδή «στρογγυλό τραπέζι») με έναν δημοσιογράφο και τρεις καλεσμένους. Ο δημοσιογράφος παρουσίασε τον πρώτο καλεσμένο και του έκανε μια ερώτηση. Ο καλεσμένος πήρε τον λόγο και επί 35 λεπτά δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Κανονικός μονόλογος, κανένας δεν τον διέκοψε. Μόλις τελείωσε, μπήκε σφήνα ένα μικρό βίντεο αφιέρωμα στον Φιντέλ. Στη συνέχεια πάλι στο στούντιο, μια ερώτηση, απάντηση 35 λεπτών και πάλι σποτάκι. Δεν ξέρω τι είδους διαστροφή ήταν αυτή να θέλω να το παρακολουθήσω όλο σαν να περίμενα κάποια έκπληξη… Ε, και στο τέλος μίλησε και ο τρίτος άλλα 35 λεπτά, σποτάκι και αποφώνηση. Αυτή την κατάλαβα:
Hasta la Victoria Siempre Comandante Fidel !!!Καληνύχτα.
Ημέρα 2
Το πρωί με περίμεναν τρία άτομα. Ο Μανόλο, η Μπέτυ και ο Χόρχε με το ταξί του που μας έφερε και τα νέα με τις κοπέλες που συνελήφθησαν το βράδυ της Πέμπτης. «Έπιναν ρούμι στο δρόμο, αυτός είναι ο λόγος που τις έπιασε η αστυνομία». Χόρχε και Μανόλο κάτι είπαν μεταξύ τους και ο τελευταίος συμπλήρωσε: «Έπιναν το ρούμι σε χάρτινη συσκευασία –μοιάζει σαν αναψυκτικό και κυκλοφορεί ευρέως- νόμιζαν έτσι ότι θα ξεγελάσουν την διαταγή της απαγόρευσης αλκοόλ στις ημέρες του “εθνικού πένθους”».
Πρώτος σταθμός το κορυφαίο νοσοκομείο της χώρας Hermanos Ameijeiras. Η συμφωνία με τον Μανόλο ήταν ότι δεν θα με ακολουθούσε σε αυτό το οδοιπορικό στα νοσοκομεία. Θεωρούσε «επικίνδυνη» αυτή την… ξενάγηση, τόσο για τον ίδιο όσο και για μένα. Έτσι λοιπόν και στα τρία νοσοκομεία που μπήκα εκείνη την ημέρα το έκανα με την Μπέτυ, η οποία αδιαφορούσε για τον κίνδυνο και ενδιαφερόταν μόνο για το μεροκάματο. Ωστόσο γνώριζε πως αν κάτι πήγαινε στραβά, θα έφευγε ή θα δήλωνε άσχετη με μένα.
Εντυπωσιακό κτίριο, με αρκετές φθορές εξωτερικά, αλλά μέσα η εικόνα ήταν κάτι παραπάνω από καλή, για τα μέτρα της χώρας. Καθαροί διάδρομοι και τουαλέτες, αρκετό προσωπικό και άκρως εξειδικευμένο (κάνεις μέχρι και αλλαγή φύλου). Δεν κάθισα πολύ. Ένα εμβληματικό για το καθεστώς κτίριο δεν μπορούσε να κρύβει τριτοκοσμικές εικόνες.
Συνεχίσαμε με το Salvador Allende, ένα νοσοκομείο σε μια τεράστια έκταση με πολλές κλινικές. Μεικτή εικόνα. Κάποια κτίρια ήταν σε κακή κατάσταση, κάποια άλλα είχαν ανακαινιστεί. Εσωτερικά οι φθορές και η παλαιότητα των υλικών (πόρτες-παράθυρα) ήταν εμφανείς. Τα δωμάτια ήταν δυο ατόμων (τουλάχιστον εκεί που πήγα), αλλά με έλλειψη κλιματισμού (μόνο ανεμιστήρες σε ανυπόφορη ζέστη). Η εικόνα συμπληρώθηκε με την καθαριότητα που ήταν σε υψηλό επίπεδο.
Το επόμενο νοσοκομείο ήταν το La Dependiente, ίσως η χειρότερη εικόνα από αυτά που είδα. Παλιές και φθαρμένες κτιριακές εγκαταστάσεις. Σκοτεινοί διάδρομοι, τουαλέτες στα όρια της εγκατάλειψης, θάλαμοι των τριών ατόμων χωρίς κλιματισμό. Στα επείγοντα είχε αρκετό κόσμο στην αναμονή, σε καμία περίπτωση εικόνα χάους (έχω δει και χειρότερα την Ελλάδα).
Τέλος, επισκεφθήκαμε το Cira Garcia. Νοσοκομείο μόνο για διπλωμάτες, ξένους επιχειρηματίες και τουρίστες. Άλλο επίπεδο. Θυμίζει καλή ελληνική ιδιωτική κλινική. Το φωτογράφισα για να ξέρετε πού θα πάτε αν χρειαστεί (να μη χρειαστεί) έτσι και επισκεφτείτε την Κούβα (άλλωστε δεν υπάρχει άλλη επιλογή).
Δεν χρειάστηκε να φωτογραφήσω κανένα νοσοκομείο στο εσωτερικό (εξωτερικά υπάρχουν αρκετές φωτο στο διαδίκτυο). Δεν άξιζε το ρίσκο καθώς δεν είδα τίποτα που με σόκαρε. Με μια λέξη: το παλεύουν. Βέβαια, η άποψη που σχημάτισα δεν αφορά τη γενική εικόνα του συστήματος υγείας της χώρας που θέλει άλλου τύπου έρευνα και πολλές μέρες παραμονής εκεί. Και ένα τελευταίο που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Η πλειοψηφία των ασθενοφόρων είναι αυτά.
Επιστρέψαμε στο πρώτο νοσοκομείο καθώς έπρεπε να αφήσουμε εκεί την Μπέτυ που έμενε δίπλα. Αφήσαμε και το ταξί και ανηφορίσαμε το δρόμο. Καθ’ οδόν προς το κέντρο είδα αυτές τις εικόνες.
Άλλαξα μπλούζα στο ξενοδοχείο (είπαμε, υγρασία και ατμοσφαιρική ρύπανση) και μπήκαμε σε ένα ταξί με προορισμό το Hotel Nacional (εκεί που έμεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός ερχόμενος για την κηδεία του Κάστρο). Μας σέρβιρε η 22χρονη Λάουρα.
Νεοπροσληφθείσα, απόφοιτος της σχολής τουριστικών επαγγελμάτων. Μισθός, τα γνωστά: 25 ευρώ -συν τα φιλοδωρήματα.
-Μανόλο, για ρώτα τη το είπε στον Τσίπρα;-Σοβαρέψου.-Τουλάχιστον ρώτα τη πόσο κοστίζει η βραδιά στο ξενοδοχείο.-Δεν χρειάζεται, ξέρω εγώ. 350 ευρώ το πιο φθηνό δωμάτιο.
Ήπιαμε τον καφέ μας, φάγαμε και ένα κουβανέζικο (χορταστικό) σάντουιτς και αφήσαμε τη γαλήνη του παλιού ξενοδοχείου (1930) με κατεύθυνση δυτικά. Μπήκαμε στην “5η Λεωφόρο” του Μιραμάρ και είδα μια άλλη Αβάνα. Πολυτελείς κατοικίες, βίλες και πρεσβείες κατά μήκος του δρόμου σε ένα καταπράσινο περιβάλλον. Θύμιζε κάτι από Κηφισιά και Παλαιό Ψυχικό. «Εδώ είναι η Ελληνική πρεσβεία». Στο τσακ την πρόλαβα.
Δεν μου άρεσε η φωτογραφία και παρακάλεσα τον Μανόλο να πει στον Χόρχε να κόψει λίγο ταχύτητα να μπορέσω να φωτογραφήσω κάποια από τα πολυτελή σπίτια. Όντως έκοψε ταχύτητα. Ξαφνικά εμφανίζεται στα αριστερά μας ένας μοτοσικλετιστής της αστυνομίας και αρχίζει να μιλάει, εν κινήσει, σε έντονο ύφος στον Χόρχε. Σηκώνω τη μηχανή να τον φωτογραφήσω. «Μην τολμήσεις». Ο αστυνομικός απομακρύνεται και ο Χόρχε αναπτύσσει ταχύτητα.
-Τι έγινε Μανόλο;-Παρατήρηση για την ταχύτητα.-Μα δεν τρέχαμε.-Αυτή ακριβώς ήταν η παράβαση και τη γλυτώσαμε φθηνά με μια παρατήρηση.-Δηλαδή.-Η 5η Λεωφόρος είναι ίσως ο μοναδικός δρόμος στον κόσμο που απαγορεύεται να πηγαίνεις σιγά. Το όριο είναι 60 χιλ. για την δεξιά λωρίδα και 80 για την αριστερή. Κάτω από αυτά παίρνεις κλήση.-Και ποια είναι η λογική αυτής της απαγόρευσης;-Εδώ είναι ο δρόμος της ελίτ της Κούβας -από διπλωμάτες μέχρι κυβερνητικούς αξιωματούχους. Δεν θα περιμένουνε εσένα που πας με το πάσο σου. Εδώ τρέχουμε! Και κάτι άλλο, να μην το ξεχάσω. Μην τολμήσεις να φωτογραφήσεις αστυνομικό.-Καλώς. Πάμε πίσω, τέλος για σήμερα, κουράστηκα.
Στο δρόμο για το ξενοδοχείο είδα δυο εικόνες. Μια τεράστια ουρά ανθρώπων (δεν χωρούσε όλη στο κάδρο) για μια μπάλα φθηνό παγωτό Coppelia…
…και μια “παιδική χαρά” με δυο όμορφα παιδικά χαμόγελα και δυο “κούνιες”.
Ημέρα 3
Μπήκαμε στο ταξί του Χόρχε με τελικό προορισμό το Βινιάλες όπου καλλιεργούνται τα καπνά για τα καλύτερα πούρα στον κόσμο. Περίπου 400 χιλιόμετρα δρόμος (πήγαινε-έλα) δεν είναι πολλά, αλλά με ένα αυτοκίνητο του ’50, είναι. Ο δρόμος είναι σχετικά καλός, δυο λωρίδων δεν κάθε ρεύμα, αλλά με ένα αυτοκίνητο τόσο παλαιάς τεχνολογίας οι λακκούβες και τα σαμαράκια απορροφούνται από την μέση σου και όχι από την ανάρτηση.
Στην διαδρομή γνώρισα καλύτερα τον Χόρχε. Τριάντα ετών, πατέρας δυο παιδιών, υπάλληλος -και όχι ιδιοκτήτης του ταξί- με απολαβές το 30% της ημερήσιας είσπραξης (καύσιμα και ζημιές δικά του).
-Και πόσο κοστίζει το πετρέλαιο;-Γύρω στα 0.80 ευρώ.-Πόσο καίει το αυτοκίνητο;-Πολύ.-Παίρνεις 15 την ώρα, άρα πρέπει να δουλεύεις πολλές ώρες για να ένα καλό μεροκάματο.
Κοιτάει τον Μανόλο και γελάνε. «Μου λέει αν πρέπει να στο πω». «Και βέβαια να μου το πεις».
-Ο Χόρχε αγοράζει το πετρέλαιο στη μαύρη αγορά 0,15 ευρώ. Όλοι οι ταξιτζήδες έτσι κάνουν.-Πώς γίνεται αυτό;-Κλεμμένο πετρέλαιο.-Ποιος το κλέβει;-Τι ψάχνεις να βρεις… ο Κουβανός από το κράτος. “Χάνεται” κάπου στη διαδρομή. Τόσα χέρια αλλάζει, να μην χαθεί κάπου… (γέλια). Δώσε προσοχή: ο Κουβανός κλέβει το κράτος με όποιον τρόπο μπορεί. Στην κρατική καφετέρια που ήπιαμε καφέ πήρες απόδειξη; Όχι. Ποιος θα ελέγξει τον υπάλληλο αν τσεπώσει τα δυο ευρώ που πλήρωσες;
Καθώς χάζευα αυτό το “αρχαίο” τιμόνι, ταυτόχρονα παρατήρησα ότι ο Χόρχε πήγαινε με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.
-Δε λες του Χόρχε να τρέξει λίγο παραπάνω.
-Δε λες του Χόρχε να τρέξει λίγο παραπάνω.
-Αποκλείεται εδώ. Σε λίγο έχει μπλόκο, ονομάζονται punto de control και βρίσκονται ανά 100 χλμ, ίσως και λιγότερα, και δεν είναι τόσο το πρόστιμο –είναι χαμηλό- όσο οι βαθμοί ποινής στο δίπλωμα. Άσε που δεν έχει όρεξη να βάλει 10 ευρώ στην τσέπη του τροχονόμου.-Το ρισκάρει αν χρειαστεί;-Κανένα ρίσκο. Διακριτικά το δίνει. Η πλειοψηφία το βάζει στην τσέπη.
Η διαδρομή ήταν όμορφη. Πράσινο παντού και πολλές αγελάδες και βουβάλια που έβοσκαν.
-Πολλά βοοειδή βλέπω. Πώς γίνεται να μην είναι το κόκκινο κρέας σε αφθονία;-Είναι υπό κρατικό έλεγχο. Όποιος σφάξει αγελάδα τιμωρείται.
Μεταφράζει στον Χόρχε την κουβέντα μας κι αυτός συμπληρώνει: «ο ξάδερφός μου έφαγε δέκα χρόνια φυλακή επειδή έσφαξε μια αγελάδα».
-Με τα αυτοκίνητα-αντίκες τι γίνεται; Πώς μπορούν και τα συντηρούν χωρίς ανταλλακτικά; (λόγω εμπάργκο)-Είναι λάθος να μιλάμε για “αυτοκίνητα-αντίκες”. Η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοκινήτων έχει μικρή ή σχεδόν μηδενική συλλεκτική αξία. Αν εξαιρέσεις την καρότσα και κάποια βασικά τμήματα του αυτοκινήτου, όλα τα υπόλοιπα είναι πατέντες με “μαϊμού” ανταλλακτικά και αποτέλεσμα της εφευρετικότητας του μηχανικού.-Έχει πολλούς μηχανικούς στην Κούβα;-Δεκάδες χιλιάδες! Κάθε οδηγός είναι και μηχανικός (γέλια). Οι Κουβανοί είναι οι καλύτεροι μηχανικοί στον κόσμο -σοβαρολογώ. Δεν είδες στην πόλη τόσα αυτοκίνητα στο δρόμο που τα φτιάχνουν μόνοι τους;-Ναι είδα.
-Φτάνουμε;-Σε λίγο.-Μόλις δούμε τον πρώτο οικισμό θέλω να μπούμε στο πρώτο σπίτι. Έτσι στην τύχη.
Δέκα λεπτά αργότερα σταματάμε μπροστά από ένα τυπικό (ξύλινο) αγροτικό σπίτι της επαρχίας. Στην αυλή είναι η γιαγιά Καρμίτα και πιο πέρα παίζει ο εγγονός της Αλφόνσο. Βλέποντας ξένους και φωτογραφικές μηχανές ήρθε τρέχοντας. Πίσω ένα παλιό αποξηραντήριο καπνού.
«Καλώς ήρθατε! Κοπιάστε μέσα. Να σας φτιάξω καφέ;». «Και βέβαια, σας ευχαριστούμε».
Μου έφερε τον καφέ και μπροστά από το “κουτί” της τηλεόρασης που έπαιζε πλάνα από την κηδεία του Κάστρο (τι άλλο) πιάσαμε την κουβέντα.
-Παίρνετε σύνταξη; Πόσο;-13 ευρώ εγώ και 11 ο σύζυγός μου.-Φτάνουν για να ζήσετε;-Σε καμία περίπτωση. Μόλις αρχίσει η συγκομιδή του καπνού εργαζόμαστε με τον άνδρα μου στα χωράφια και έχουμε ένα επιπλέον εισόδημα 7-8 ευρώ το μήνα ο καθένας. Αλλά είναι μόνο για 2-3 μήνες. Τόσο καλά πράγματα της τεχνολογίας βλέπουμε στην τηλεόραση, εδώ γιατί δεν έρχονται;-Πιστεύετε πως η τηλεόραση κάνει προπαγάνδα;-(σκέφτεται) Δεν ξέρουμε εμείς παιδί μου, αυτοί ξέρουν.-Η ζωή σας είναι καλύτερη σήμερα ή τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης;-Σήμερα είναι χειρότερα, πολλή φτώχεια, αλλά ελπίζουμε να αλλάξει κάτι τώρα που “έφυγε” ο Κάστρο. Μακάρι να μας βοηθήσουν και οι Αμερικάνοι.
Ο σύζυγός της, γύρω στα 80, κοιτάει αμίλητος την τηλεόραση. Σε λίγο μπαίνει μια κοπέλα, η κόρη της, ακούει την κουβέντα, παίρνει κάτι και φεύγει χωρίς να μιλήσει. Ο μικρός Αλφόνσο θέλει να παίξει με την φωτογραφική μηχανή. Η γιαγιά του τον μαλώνει. Του υποσχόμαστε ότι επιστρέφοντας θα του φέρουμε καραμέλες. Πετάει από τη χαρά του!
Αφήνουμε το σπίτι της οικογένειας και παίρνουμε το δρόμο για το Βινιάλες, άλλα 40 λεπτά δρόμος. Οι εικόνες που συναντάμε είναι η “χαρά του φωτογράφου”, όπως και όλη η Κούβα βέβαια.
Φτάνουμε σε ένα αποξηραντήριο και μπαίνουμε μέσα. Μυρωδιά καπνού και ξύλου. Σε λίγο έρχεται και ο γιος του ιδιοκτήτη. Μας ενημερώνει για όλες τις φάσεις του καπνού, από το φύτεμα μέχρι να γίνει πούρο. Μας εξηγεί ότι όταν τελειώσει η επεξεργασία των φύλλων έρχεται το κράτος και…
Έκλεισα την κάμερα και ρώτησα τον νεαρό αγρότη αν θεωρεί δίκαιο να του παίρνει το κράτος το 90% της σοδειάς του. Μου απάντησε «ναι, είναι δίκαιο». Ο Μανόλο που δυστρόπησε με την πρώτη ερώτηση με προειδοποίησε «μη συνεχίσεις με την δεύτερη».
Επόμενη στάση το γραφικό χωριό Βινιάλες. Σε μια διασταύρωση ένας νέος με μοντέρνο γυαλί και καπέλο, όρθιος στην μέση του πουθενά.
-Τι κάνει αυτός εκεί;-“Ψαρεύει” τουρίστες.-Δηλαδή;-Δεν είναι μόνος του, είναι κι άλλοι απλά δεν φαίνονται. Έχουν σβήσει πιο πίσω τις πινακίδες που δείχνουν τους προορισμούς και ο τουρίστας που δεν έχει χάρτη και συμβουλεύεται τις πινακίδες σταματάει αναγκαστικά εκεί και ρωτάει πού να στρίψει. Το παλικάρι, καθώς του λέει που θα στρίψει, ζητάει ευγενικά να τον πετάξει εκεί που πάνε -τη θέση του αμέσως παίρνει άλλος. Ε και από εκεί αρχίζει το μεροκάματο. Τους πάει για φαί, ποτό, ψώνια, γυναίκες… τους προσφέρει ό,τι ζητήσουν. Τρώει και πίνει τζάμπα και παίρνει και το μερίδιό του από τον επαγγελματία.
Κάναμε μια βόλτα, τσιμπήσαμε κάτι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ξαφνικά ο Μανόλο κάτι είπε στον Χόρχε, πετάχτηκε έξω από το αμάξι και επέστρεψε σε ελάχιστα λεπτά. «Παραλίγο να ξεχάσουμε τις καραμέλες του μικρού». Δυο πράγματα συνέβησαν εκείνη τη στιγμή. Εγώ ένιωσα άσχημα που το ξέχασα και ο Μανόλο ανέβηκε στα μάτια μου.
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς Καρμίτα. Μόλις μας άνοιξε έπεσε σχεδόν πάνω στην αγκαλιά του Μανόλο. Άρχισε να του μιλάει αναστατωμένη.
«Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό. Είπαμε τίποτα για τον Κάστρο; Δεν είπαμε. Εγώ έκλαψα για τον Κάστρο. Σας παρακαλώ μη μας κάνετε κακό…». Μάλλον η κόρη της την φόβισε όταν μπήκε στο σπίτι και μας είδε. Αυτό υποθέσαμε με τον Μανόλο. Ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με σόκαρε.
Τον μισό δρόμο τον περάσαμε αμίλητοι. Μας είχε επηρεάσει το περιστατικό με την γιαγιά. Στα μέσα της διαδρομής νύχτωσε. Εθνικός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας. Πουθενά λάμπες, ούτε ένα φως, απόλυτο σκοτάδι, και τα λιγοστά αυτοκίνητα στο αντίθετο ρεύμα με την μεγάλη σκάλα αναμμένη. «Είσαι σίγουρος ότι θα την βγάλουμε καθαρή μέχρι την Αβάνα;». «Αν δεν πέσει καμιά αγελάδα πάνω μας, ναι. Είναι αλήθεια ότι πολλά ατυχήματα οφείλονται σε ζώα που προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο μέσα στη νύχτα».
Ήταν Κυριακή. Το εννιαήμερο “εθνικό πένθος” είχε λάβει τέλος.
Το ίδιο και η τρίτη μέρα.
Ημέρα 4
Ο Μανόλο είχε κανονίσει να συναντηθούμε με δυο οικογένειες. Μιας δασκάλας και ενός “πλούσιου” Κουβανού. Όλοι από την άλλη πλευρά του νησιού, ανατολικά, περίπου μιάμιση ώρα δρόμος. Από εκεί η εθνική οδός ήταν πιο μεγάλη, τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και το οδόστρωμα σε καλή κατάσταση. Μόλις βγήκαμε από την εθνική, μετά από δέκα λεπτά, συναντήσαμε ένα χωριό. «Πάμε να το περπατήσουμε;».
Το κουρείο.
Το ταχυδρομείο
Το πολιτιστικό κέντρο.
Η μασονική στοά του χωριού στην οποία μπήκαμε…
…αλλά υποσχεθήκαμε να μην πούμε τι είδαμε και τι ακούσαμε, καθώς η επιγραφή εξόδου το έλεγε ξεκάθαρα: «Ό,τι δείτε εδώ, ό,τι κάνετε εδώ, ό,τι πείτε εδώ, μόλις φύγετε από εδώ, αφήστε να μείνει εδώ».
Συνεχίσαμε τον δρόμο ευθεία και μετά από τρία τέταρτα, διασχίζοντας αρκετούς οικισμούς και χωριά, φτάσαμε στο σπίτι της δασκάλας. Μας υποδέχθηκε εγκάρδια η ίδια, ο σύζυγος και ο γιος της.
Η κυρία Μαργαρίτα βγήκε πριν αρκετά χρόνια στην σύνταξη εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Ο σύζυγός της, αν και μεγάλος σε ηλικία, εργάζεται περιστασιακά ως επιπλοποιός. Σύνταξη: από 10 ευρώ ο καθένας.
-Η κόρη μου είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο και παίρνει καλό μισθό: 60 ευρώ.-Ας πάμε αρκετά πίσω. Ζήσατε την Επανάσταση, μιλήστε μου γι’ αυτή.-Επί Μπατίστα ο κόσμος καταπιεζόταν και πεινούσε. Υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις και η θέση της γυναίκας ήταν χαμηλά. Η Επανάσταση έπρεπε να γίνει για να μπορέσουμε να ανασάνουμε. Εγώ σε αυτήν οφείλω που έγινα δασκάλα καθώς με σπούδασε και μου έδωσε δουλειά.
Στο σημείο αυτό άνοιξε ένα συρτάρι και μας έδειξε με περηφάνια το δίπλωμά της και κάποια βραβεία. Συνέχισε με λόγο μετρημένο και προσεκτικό.
-Εμάς δεν μας ενδιαφέρει να υποστηρίξουμε τον κομμουνισμό ή τον καπιταλισμό. Το ζητούμενο είναι να περνάει ο κόσμος καλά.-Περνάει;-Κοιτάξτε. Υπάρχουν προβλήματα…-Το δελτίο τροφίμων που σας δίνει η κυβέρνηση σάς φτάνει; Αλήθεια τι περιέχει;-Το δελτίο το μήνα έχει: 2,5 κιλά ρύζι (κατ’ άτομο). 2,5 κιλά ζάχαρη (κατ’ άτομο). 5 αυγά (8 στην Αβάνα -κατ’ άτομο). Ένα ψωμάκι την ημέρα (περίπου δυο φέτες σε όγκο -κατ’ άτομο). 2,5 κιλά φασόλια κατά οικογένεια. 150 ml λάδι (φυτικό –κατ’ άτομο). Μισό κοτόπουλο κατά οικογένεια. 200 γραμμάρια καφέ (κατ’ άτομο). Και τέλος, 1 λίτρο γάλα την ημέρα για κάθε παιδί έως επτά ετών.-Σας φτάνουν;-Είναι φαγητό το πολύ για 10 ημέρες.-Τι άλλο θα θέλατε;-Κόκκινο κρέας. Αυτό μας λείπε πολύ. Παίρναμε, αλλά κόπηκε στη δεκαετία του ’90.-Αν η κυβέρνηση σάς διπλασίαζε τη σύνταξη, αλλά σας έκοβε το δελτίο θα το δεχόσασταν;
Σε αυτό το σημείο παρενέβη ο Μανόλο: «Αν μεταφράσω θα γελάσουν όλοι». «Λες; Για να δούμε».
-Το συζητάτε; Εννοείται! (γελώντας)-Με τις ελευθερίες των πολιτών τι γίνεται;-Κοιτάξτε, έχουμε ελευθερίες. Έχουμε θρησκευτική ελευθερία. Εγώ είμαι καθολική και τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα για εμάς. Τώρα είμαστε ελεύθεροι να ασκούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα.-Πολιτικές ελευθερίες έχετε;-(σκέφτεται) Ναι, έχουμε.-Δηλαδή εγώ μπορώ να κατέβω στην πλατεία του χωριού και να φωνάξω “κάτω ο Κάστρο”;-(πάλι σκέφτεται) Δεν θα σας το συνιστούσα.
Ήταν μια στιγμή αμηχανίας όλης της ομήγυρης. «Πάμε έχουμε αργήσει» πετάχτηκε ο Μανόλο.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε ευθεία μέσα στην ενδοχώρα. Ο Μανόλο, μέσω ενός γνωστού του, είχε κλείσει ραντεβού με έναν ιστορικό στο τοπικό μουσείο ενός από τα επόμενα χωριά, αλλά με αυστηρή προειδοποίηση: «καμία πολιτική κουβέντα».
Μόλις φτάσαμε μας υποδέχθηκε ο ίδιος και η διευθύντρια του μουσείου. Το μουσείο ήταν κάτι μεταξύ λαογραφικού και ιστορικού με τοπικό χαρακτήρα. Αφού μας ξενάγησε σε πέντε αίθουσες με σχεδόν ασήμαντα εκθέματα (με εξαίρεση κάποια ενδιαφέροντα λαογραφικά, τα άλλα ήταν το τασάκι του τάδε παλιού τοπικού ηγέτη κομμουνιστή και τα παπούτσια του δείνα) ξεκίνησε ένας βαρετός μονόλογος με λεπτομέρειες για την προετοιμασία της Επανάστασης σε τοπικό επίπεδο που θα κούραζαν ακόμα και έναν ρέκτη της ιστορικής γνώσης. Ένα σημείο όμως είχε ενδιαφέρον: «Όταν πέρασε από εδώ η Επανάσταση, ένας συμπολίτης μας που είχε καφετέρια την έδωσε στους Επαναστάτες και στη συνέχεια πέρασε στο κράτος. Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός!»
-Εσείς πόσων ετών ήσασταν τότε;-Μικρό παιδί.-Λυπάστε που δεν ήσασταν μεγάλος έτσι ώστε να δώσετε κι εσείς την περιουσία σας;
Παρεμβαίνει ο Μανόλο. «Είσαι τρελός. Υπάρχει περίπτωση να το περάσει για ειρωνεία». «Ε τότε διατύπωσε την ερώτηση βάζοντας και διάφορά κοσμητικά “ηρωική επανάσταση, αυτοθυσία, θρίαμβος” κλπ.» Το έκανε. Η απάντηση (την οποία έχω σε βίντεο) ήταν “άλλα λόγια να αγαπιόμαστε”. «Τέλος, ρώτησέ τον αν πάνε καλά τα πράγματα στην Κούβα, αν ο κόσμος είναι ευχαριστημένος». «Και βέβαια πάνε καλά τα πράγματα. Είναι αυτονόητο ότι πάνε καλά. Η απάντηση είναι προβλέψιμη και η ερώτηση επικίνδυνη. Δεν την κάνω».
Εν τω μεταξύ η διευθύντρια του μουσείου που κάθεται απέναντί μας έχει πιάσει τον Χόρχε και τον ρωτάει. Ο Μανόλο το βλέπει και δεν του αρέσει αυτό. «Κάνε την τελευταία ερώτηση και πάμε».
-Ποιες είναι οι λέξεις που καθοδηγούν την πορεία σας ως άνθρωπο και επιστήμονα;-Επανάσταση, πατρίδα, αξιοπρέπεια.
Μανόλο: «Πάμε να φύγουμε. Δώστου και κάτι διακριτικά». «Τι να δώσω λεφτά σε ιστορικό επιστήμονα; Είναι δυνατόν;». «Βρε δώστου που σου λέω, θα χαρεί». «Πόσα;» «Ένα δεκαράκι (ευρώ) είναι καλά».«Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ξενάγηση! Εις το επανιδείν». Κλικ.
Στο ταξί ο Χόρχε μάς είπε τι τον ρωτούσε η διευθύντρια. «Ρωτούσε ποιος είσαι και τι ακριβώς κάνεις στην Κούβα, αλλά μόλις είπες αυτά για “ήρωες” και “θρίαμβος της Επανάστασης” ηρέμησε».
Μανόλο: «Πάμε τώρα να σου δείξω τι σημαίνει αξιοπρέπεια». Έπειτα από μισή ώρα δρόμο φτάσαμε στην οικογένεια του Αλεχάνδρο. Του “πλούσιου” που λέγαμε. Στρωμένο τραπέζι με όλα τα καλά του θεού. Ρύζι, μαύρα φασόλια, σαλάτα, φρέσκο ψάρι (σπάνιο), κοτόσουπα, κροκέτες, ελιές κ.α. Και όλα αυτά για τον Μανόλο κι εμένα. Τον φίλο του φίλου τους.
Ο Αλεχάνδρο υπήρξε τυχερός. Τα έβγαζε δύσκολα πέρα, αλλά πριν λίγα χρόνια πέθανε ο παππούς του και του άφησε ένα “αυτοκίνητο-αντίκα”. Το έφτιαξε, το έβγαλε στο δρόμο ως ταξί, έκανε καλό όνομα καθώς είναι συνεπής και τίμιος, και έτσι τον έμαθαν τα ταξιδιωτικά γραφεία και του δίνουν πολλή δουλειά. Με αυτή τη δουλειά έχτισε ένα απλό σπίτι από την αρχή. Αυτό ήταν το όνειρό του. Πώς να μην νιώθει πλούσιος και ευτυχισμένος!
(Του έβγαλα και φωτογραφία μαζί με την όμορφη σύζυγό του και την κορούλα τους. Όταν γύρισα στην Ελλάδα επικοινώνησε μαζί μου και μου ζήτησε ευγενικά να μην τη βάλω. «Μα γιατί; Δεν είπες τίποτα “κακό”;». «Σε παρακαλώ, ελπίζω να καταλαβαίνεις…». Φόβος!)
Μανόλο: «Στην Κούβα, ειδικά στα τουριστικά κέντρα, δεν σου χαρίζεται τίποτα. Ακόμα και το γέλιο και η οικειότητα που σκορπούν οι ντόπιοι στους τουρίστες κάτι κρύβει από πίσω, κάτι θέλουν από σένα. Λογικό είναι. Όταν η εξαθλίωσή τους ήρθε σε επαφή με τον τουρισμό, τους άλλαξε πολύ. Και θα τους αλλάξει κι άλλο. Δεν ξέρουμε πότε και πώς θα γίνει η μετάβαση στην ελεύθερη αγορά, αλλά θα είναι επώδυνη. Θα κερδίσουν σίγουρα, αλλά ένα μέρος της αθωότητας αυτού του τόπου θα χαθεί. Ο Αλεχάνδρο είναι αγνό και τίμιο παιδί. Αν τολμήσεις στο τέλος να κάνεις αυτό που έκανες στον άλλον στο μουσείο, θα προσβληθεί».
Φάγαμε, ήπιαμε, ζαλιστήκαμε, ευχαριστήσαμε από καρδιάς και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο σταμάτησα να αγοράσω ένα μπουκαλάκι νερό. Δίπλα από το μαγαζί είδα αυτόν τον άνθρωπο που μαστόρευε ένα αυτοκίνητο.
Σκέφθηκα να είναι η τελευταία μου επαφή με άνθρωπο για εκείνη την ημέρα. Το είπα στον Μανόλο. Ήταν κατηγορηματικός: «Όχι». Επέμενα. Επέμενε κι εκείνος: «Μα δεν τον ξέρεις». «Ε τότε ας τον μάθω».
-Καλησπέρα! Είμαι Έλληνας, με λένε Δημήτρη και θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις.-Καλησπέρα Γκριέγκο! Εμένα Σεργκέι (σημείωση: στην Κούβα οι περισσότεροι δεν ξέρουν κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Αυτός όπως διαπίστωσα ήξερε).-Τι θες να με ρωτήσεις; Από αυτοκίνητα ή γυναίκες; (γέλια)-Ας ξεκινήσουμε από τα αυτοκίνητα. Πόσο καιρό το φτιάχνεις;-Τρία χρόνια.-Τιιιιι;;;-Ναι, και θέλει τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα για να βγει στο δρόμο. Αλλά θα γίνει κουκλί. Είπα στα γεράματα να γίνω ταξιτζής να βάλω κανα πέσος στην τσέπη. Ήρθε και ο πρωθυπουργός σας στην κηδεία του Κάστρο. Τον είδα στην τηλεόραση.
Ουπς! Ο τύπος φαίνεται ενημερωμένος. Για να δούμε τη συνέχεια. Ο Μανόλο με προειδοποιεί (για άλλη μια φορά) να μην ανοιχτώ.
-Ναι, ήρθε. Είναι αριστερός βλέπεις.-Καλά έκανε και ήρθε. Κι εγώ πήγα. Πολλοί πήγαμε.
Εδώ με μπέρδεψε. Σταμάτησε τη δουλειά στο αμάξι και με κοίταξε στα μάτια.
-Θέλω να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι. Στην χώρα σας τι άποψη έχει ο κόσμος για τον Κάστρο;-Κάποιοι τον θεωρούν μεγάλο και καλό ηγέτη και κάποιοι άλλοι στυγνό δικτάτορα.-Εσύ τι πιστεύεις;
Ο Μανόλο πια είχε οργιστεί. «Ό,τι και να απαντήσεις δεν θα μεταφράσω». Χαιρέτησε ξερά τον Σεργκέι και πήγε κατά το αυτοκίνητο. Τον ακολούθησα προσπαθώντας να τον ηρεμήσω. Αδύνατον.
-Άκου Δημήτρη, εσύ ήρθες εδώ όπως είπες για να σηκώσεις την πέτρα να δεις τι κρύβεται από κάτω, αλλά πάνω στην πέτρα κάθομαι εγώ. Εσύ θα φύγεις σε τρεις μέρες, εγώ θα μείνω εδώ. Στο είπα και στην αρχή όταν ήρθες: εδώ δεν ρωτάμε για πολιτικά ούτε λέμε την άποψή μας, και μάλιστα σε αγνώστους. Κατάλαβες ή θες να στο αναλύσω;»-Άκου Μανόλο. Αν νομίζεις ότι κινδυνεύεις…-Δεν κινδυνεύω μόνο εγώ, κι εσύ κινδυνεύεις.-Έστω. Τώρα όμως μιλάω για σένα. Σέβομαι τους φόβους σου και τους κατανοώ, αλλά δεν πέρασα τον Ατλαντικό για να δω πώς φτιάχνονται τα πούρα της Κούβας. Μπορείς να φύγεις, απλά στείλε μου σε παρακαλώ ένα ταξί να με πάρει σε λίγη ώρα. Εγώ θα κάτσω με τον Σεργκέι θες δε θες.
Έπαιξα την κατάσταση στα ζάρια. Τι να κάνω με τον Σεργκέι χωρίς μεταφραστή; Έπρεπε να ρισκάρω. Ή να τον πείσω να κάτσει ή να τον ακολουθήσω “ηττημένος”. «Σκέψου το, πάω στον Σεργκέι».
Ο Σεργκέι είχε καταλάβει. Όταν έφτασα κοντά του έβαλε το δάκτυλό του στο στήθος και μου είπε «περίκλες». Τι διάολο λέξη είναι αυτή, σκέφτηκα. Σήκωσα τους ώμους δηλώνοντας ότι δεν καταλαβαίνω. Ξαναέβαλε το δάκτυλο στο στήθος «ντεμοκρασία». Πέταξα από τη χαρά μου! Έτρεξα στο Μανόλο και του είπε τα σχετικά.
-Έλα σου λέω, είναι δημοκράτης.-Σίγουρα;-Ε τι σίγουρα; Ξέρει και τον Περικλή! Εκτός κι αν δεν είναι μόνο μηχανικός, αλλά και ηθοποιός.
Ήρθε ο Μανόλο, πήραμε τρεις καρέκλες και καθίσαμε κάνοντας ίσως την πιο ουσιαστική κουβέντα του ταξιδιού μου.
-Πριν μου είπες ότι πήγες στην κηδεία.-Ναι πήγα. Έχεις δει τους ποδηλατικούς γύρους σε διάφορες πόλεις του κόσμου; Νομίζεις ότι όλοι αυτοί που μαζεύονται και κοιτάνε τους ποδηλάτες έχουν κάποια σχέση με το άθλημα; Οι περισσότεροι χαζεύουν. Ο Κάστρο πέθανε, μεγάλο γεγονός! Γιατί να μην πάω να χαζέψω κι εγώ;-Μα δεν πήγαν όλοι για να χαζέψουν.-Σίγουρα. Έχει ανθρώπους που τον λατρεύουν και ακόμα πιστεύουν στο καθεστώς. Εσείς δεν έχετε κομμουνιστές;-Έχουμε.-Κι εμείς έχουμε, μόνο που είναι μειοψηφία.-Πώς το ξέρεις;-Είναι βέβαιο, το ξέρουν και οι ίδιοι. Αν ήταν πλειοψηφία θα έκαναν ένα δημοψήφισμα τόσα χρόνια –όχι αυτό που έκανε το 2002 και λέει ότι τον ψήφισε το 99% του κόσμου, αυτό είναι ανέκδοτο –ελεύθερο δημοψήφισμα με ξένους παρατηρητές και όχι υπό το κράτος του φόβου. Μίλησες με ανθρώπους; Οι περισσότεροι θέλουν να φύγουν ή να κάνουν μια δική τους δουλειά να ξεφύγουν από την μιζέρια των 25 πέσος το μήνα. Αυτή είναι η πλειοψηφία.-Για το εμπάργκο τι λες;-Το καπρίτσο (σ.σ. έτσι το αποκάλεσε –λατινογενής λέξη) δυο συστημάτων το πληρώνει ο λαός. Αν έρθει η δημοκρατία στην Κούβα θα εκτεθούν διεθνώς οι ΗΠΑ αν συνεχίσουν το εμπάργκο. -Τι ήταν για σένα ο Κάστρο;-Του χρωστάμε πολλά. Του είμαι ευγνώμων για την Επανάσταση το 1959, που μας απάλλαξε από τον Μπατίστα, αλλά μέχρι εκεί. Η ζωή προχωράει, δεν είναι μόνο ρύζι και φασόλια. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Κάστρο ήταν πολύτιμος και σέβομαι αυτή την άποψη. Όταν όμως τρως συνέχεια ανανά νομίζεις ότι είναι το πιο νόστιμο φρούτο στον κόσμο. Ας μας δώσουν και φράουλες να κάνουμε την σύγκριση. Ας μας δώσουν το δικαίωμα της επιλογής. Δημοκρατία ζητάμε, τίποτα άλλο. Να μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα όπως τώρα.-Δεν φοβάσαι τώρα που μιλάς; Αυτά τα λόγια θα δημοσιευτούν στην Ελλάδα.-Κουράστηκα να φοβάμαι, αλλά δεν μπορώ να παραστήσω και τον ήρωα, έχω παιδιά… Θα σε παρακαλούσα να μη βάλεις το πρόσωπό μου.-Να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί;-Εντάξει. Εσύ κρύψε το πρόσωπό μου κι εγώ την τρύπα στην μπλούζα μου (γέλια).
-Πάντως να ξέρεις πως η δημοκρατία είναι “ευαίσθητο” πολίτευμα. Απαιτεί υπεύθυνους και ώριμους πολίτες και πολιτικούς. Στην Ελλάδα είμαστε ελεύθεροι, αλλά όλο μαλώνουμε μεταξύ μας…-Καλύτερα να είστε ελεύθεροι να μαλώνετε, παρά καταδικασμένοι να σωπαίνετε.
Εκείνη την μέρα άργησα να κοιμηθώ. Αυτά τα λόγια στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου όλη νύχτα.
Μανόλο: «Σήμερα γνώρισες την ψυχή της Κούβας. Αυτά βρίσκονται κάτω από την πέτρα που ήθελες να δεις. Ένας λυγμός και ένα γιατί»
Ημέρα 5
Το πρωινό ήταν ελεύθερο. Άλλωστε είχα κουραστεί. Ήμουν εκεί μόλις τέσσερις μέρες και ένιωθα ότι βρισκόμουν βδομάδες. Πήρα την φωτογραφική και βγήκα στο δρόμο.
Εδώ το μελλοντικό υπερλούξ ξενοδοχείο Manzana. Πανέμορφο κτίριο του 1918 που ανακαινίζεται πυρετωδώς και σύντομα θα παραδοθεί προς διαχείριση στον Ελβετικό κολοσσό Kempinski S.A.
Δεν είναι μόνο αυτό. Η Starwood Hotel Resorts είναι η πρώτη αμερικάνικη πολυεθνική εταιρία που υπέγραψε συμφωνία με την Κούβα μετά την Επανάσταση. Ήδη ανακαίνισε το Quinta Avenida το οποίο έχει μετονομαστεί σε Sheraton και λειτουργεί. Ετοιμάζει άλλα δύο: Το γνωστό Inglaterra και το Santa Isabel. Όλα πεντάστερα. Βέβαια, οι συμφωνίες αυτές κανονικά απαγορεύονται βάσει του εμπάργκο που έχει επιβληθεί στην Κούβα, όμως η Starwood έλαβε λέει «ειδική άδεια» από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών. Τρέχα γύρευε… Η τουριστική βιομηχανία της Κούβας καλπάζει, ως επί το πλείστον με ξένα κεφάλαια. Και δεν πέφτει ούτε μια πιστολιά αντίστασης. Περίεργο.
Τώρα εάν οι τουρίστες του Manzana θα βλέπουν αυτό απέναντι, είναι μια άλλη ιστορία. Ίσως και να ‘ρχονται και γι αυτό. Να χαζεύουν από ψηλά τον μπόμπιρα που παίζει.
Από χαμηλά θα βλέπουν αυτό.
Για να προχωρήσουμε πιο κάτω. Ένα πράγμα που προκαλεί εντύπωση στα (κρατικά) μαγαζιά είναι οι βιτρίνες τους. Μια βιτρίνα με έξι σαμπουάν και μια ξυριστική μηχανή στη μέση. Και πιο δίπλα άλλα 2-3.
Αλλά αυτή η εσωτερική βιτρίνα δεν υπάρχει. Κολόνιες μαζί με απορρυπαντικά. Ό,τι να ‘ναι.
Αριστερά κατάστημα επισκευής κινητών. Δεξιά καφετέρια. Ιδιωτικά αυτά.
Μπροστά μου κτίριο “δημοτική βιβλιοθήκη”. Για να μπούμε μέσα. Κάμποσα βιβλία και ένας υπολογιστής. Μπράβο! Ένα λεπτό… πού είναι το πληκτρολόγιο;
Ούτε πληκτρολόγιο, ούτε κουτί. Έτσι απλά μια οθόνη με φόντο την πλατεία.
Πιο κάτω μια μάντρα με Lada. Όλα πάνω από 8-9 χιλιάδες ευρώ. Τα καλά πάνω από 15. Απλησίαστες τιμές για έναν μέσο Κουβανό. Κλειστή αγορά.
Εδώ το κτίριο Bacardi, ένα θαυμάσιο δείγμα αρχιτεκτονικής Art Deco (1930). Η φίρμα ήταν κουβανέζικη. Το κτίριο απαλλοτριώθηκε χωρίς αποζημίωση (εννοείται) το 1960 από την Επανάσταση. Η οικογένεια Bacardi έφυγε από το νησί καθώς κατασχέθηκαν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία. Το συγκεκριμένο ρούμι δεν υπάρχει στην Κούβα.
Δυο βήματα από το κτίριο είδα αυτό. Εννοείται ότι υπάρχουν επαίτες. Πολλοί.
Η παρουσία της αστυνομίας στους δρόμους της Αβάνας είναι έντονη. Ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Κούβα θεωρείται σχετικά ασφαλής χώρα για τον τουρίστα. Ευκαιρία να τους φωτογραφίσω τώρα που δεν είναι ο Μανόλο δίπλα μου. Θα έβαζε τις φωνές.
Η ώρα πέρασε. Ανηφορίζω προς το Μουσείο της Επανάστασης όπου με περιμένει ο Μανόλο. Πληρώνω 8 ευρώ εισιτήριο (για τους Κουβανούς είναι πολύ πιο φθηνό) και ανεβαίνουμε με τις σκάλες σε ένα σχεδόν εγκαταλελειμμένο κτίριο. Μα είναι δυνατόν το κτίριο που στεγάζει την ιστορία αυτού για το οποίο αισθάνονται περήφανοι (Επανάσταση) να είναι σε αυτή την κατάσταση;
Ναι, αλλά κρατικοποιήσαμε την αμερικάνικη ESSO.
Ωραίο μπρούτζινο γλυπτό της “αγίας τριάδας” της Επανάστασης: Τσε, Φιντέλ, Καμίλο.
Καμίλο, Τσε. Εντυπωσιακό από μακριά, αλλά μέτριο το αποτέλεσμα από κοντά (πολλές φθορές, σχεδόν παρατημένο).
Γενική εικόνα με δυο λόγια. Έχουν ενδιαφέροντα εκθέματα, αλλά η παρουσίασή τους είναι πρόχειρη και ερασιτεχνική. Για την αμεροληψία των ιστορικών αναφορών ούτε λόγος. Πρόκειται για ένα σχετικά μεγάλο (σε έκταση) “κατηχητικό” που αν κακοτυχίσεις να σε ξεναγήσει κρατικός ξεναγός αρχίζεις να πιστεύεις πως… “Εν αρχή ην η Επανάσταση, και η Επανάσταση ην προς τον Θεόν, και Θεός ην η Επανάσταση”.
Τέλος για σήμερα. Αναχωρούμε με κατεύθυνση το ξενοδοχείο κάνοντας έναν μικρό κύκλο. Στο δρόμο είδα αυτές τις δυο μαθήτριες να βγαίνουν από ένα συγκρότημα κατοικιών.
Ημέρα 6
Ουσιαστικά ήταν η τελευταία μου μέρα. Από τη μια χαιρόμουν, είχα βαρεθεί να λειτουργώ ως ρεπόρτερ σε συνθήκες απαγορεύσεων και φόβου. Από την άλλη λυπόμουν, δεν είχα δει την Κούβα που θα έβλεπε ένας τουρίστας. Ο Μανόλο μού πρότεινε να πάμε να δω πώς κατασκευάζονται τα πούρα. «Ωραία ιδέα!». Νέο εργοστάσιο Partagas (από το 2012) στο κέντρο της Αβάνας. Βγάλαμε εισιτήρια από ένα ξενοδοχείο μακριά από το εργοστάσιο (αυτό δεν το κατάλαβα) και φτάσαμε σε ένα εντυπωσιακό και καλοσυντηρημένο κτίριο του 1902 που φέρει το όνομα Pollack, πρώην αποθήκη καπνού που άνηκε στον διάσημο εξαγωγέα καπνού, Mark A. Pollack μέχρι το 1946 που πέθανε, και μετά στον γιο του (κρατικοποιήθηκε από την Επανάσταση και η οικογένεια Pollack εγκατέλειψε το νησί).
Αφήσαμε τις φωτογραφικές μηχανές στην είσοδο καθώς «απαγορεύεται η φωτογράφιση», αλλά όχι και τα κινητά καθώς «επιτρέπεται με αυτά, αλλά απολύτως διακριτικά» (ούτε αυτό το κατάλαβα). Περιμέναμε δέκα λεπτά προκειμένου να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός επισκεπτών για να σχηματίσουμε ομάδα με αρχηγό τον ξεναγό (εδώ ο ξεναγός είναι απαραίτητα κρατικός). Ανεβήκαμε δυο ορόφους και φτάσαμε στο χώρο παραγωγής. Οι εικόνες ήταν συγκλονιστικές. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι ένα διάσημο πούρο “Cohiba Behike 54” που κοστίζει πάνω από 50 ευρώ το ένα, κατασκευάζεται από την αρχή ως το τέλος από μια ειδικά εκπαιδευμένη γυναίκα (ή άνδρα) με μισθό 25 ευρώ το μήνα (συν ένα πούρο την ημέρα).
Γι’ αυτό και προσπαθούν να ζήσουν όπως μπορούν. Σε ένα από τα πλάνα που τράβηξα φαίνεται ένας κουβανός να σηκώνει και να μας δείχνει κρυφά ένα χαρτί που έγραφε “5χ20” (τα πέντε πούρα είκοσι ευρώ, πολύ καλή τιμή, και θα έχεις να λες ότι τα αγόρασες μέσα από την παραγωγή). Κι αν τον πιάσουν; Την πάτησε!
Αφήσαμε το εργοστάσιο αναζητώντας το επόμενο μέρος για επίσκεψη. Μανόλο: «θες να πάμε για μπάνιο;» «Πλάκα κάνεις. Δεν μπορώ τα ταξίδια». «Σε 15 λεπτά θα είμαστε εκεί». «Πού;». «Μπες μέσα στο ταξί».
Μπήκαμε σε ένα Moskvitch της δεκαετίας του ’70 με προορισμό την κοντινότερη παραλία. Δεκαπέντε λεπτά; Λάθος! Το αυτοκίνητο χάλασε στο δρόμο.
-Και τώρα;-Μάλλον θα το φτιάξει.-Άνοιξε το παράθυρο, σκάω.-Είναι χαλασμένο, δεν ανοίγει.-Βρε τι μας βρήκε.Πάνω που λέγαμε να εγκαταλείψουμε το σκάφος, ο οδηγός μπήκε μέσα. «Το έφτιαξα, φύγαμε!».-Κύριε πόσο κοστίζει αυτό το αυτοκίνητο;-Γύρω στις 14 χιλιάδες ευρώ.
Καθ’ οδόν προς την παραλία σκεφτόμουν τι δάκρυα θα χύσουν αυτοί οι άνθρωποι τη μέρα που θα ανοίξει η αγορά αυτοκινήτου. Ούτε για σίδερα δεν θα τα παίρνουν. Από την άλλη, οι πλείστοι θα χαρούν καθώς θα μπορέσουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Φτάσαμε στην παραλία. Ουάου! Τι παράδεισος είναι αυτός. Γαλαζοπράσινα πεντακάθαρα νερά. Λευκή άμμος, φοίνικες, ελάχιστοι τουρίστες και ένας Κουβανός ψαροντουφεκάς με τα χταπόδια του.
Η θερμοκρασία του νερού ήταν ίδια με την δική μας τέλη Αυγούστου (ίσως και παραπάνω). Πρώτη φορά μπάνιο στη ζωή μου 7 Δεκεμβρίου. Περίεργη αίσθηση.
Ακριβώς από πάνω είχε μια καντίνα. Κάτσαμε να πιούμε μια μπύρα και να πάρω δυο μπουκάλια νερό για το δρόμο. Σηκώθηκε ο Μανόλο να τα πάρει. Περίμενε γύρω στα 5 λεπτά. Ήταν καμιά δεκαριά υπάλληλοι, αλλά κανείς δεν τον εξυπηρετούσε. Πηγαινοέρχονταν, αλλά κανείς δεν πήγαινε στο ταμείο. Ήταν σχεδόν κωμική η σκηνή. Με τα πολλά πήρε τις μπύρες αλλά νερό «δεν έχει».
-Τι δεν έχει. Νάτα δεν τα βλέπεις;-Του το είπα, αλλά λέει θα τα ανοίξει πιο μετά.
Τα νερά ήταν δίπλα στο ταμείο, στο ένα μέτρο, μέσα σε πλαστικό περιτύλιγμα. Έτσι έκανες και τα έβγαζες. Κι όμως δεν άπλωσε το χέρι του.
-Μα γιατί συμβαίνει όλο αυτό;-Υπάρχει ένα ειρωνικό ρητό που το ξέρουν και το λένε –σε όποιον εμπιστεύονται βέβαια- όλοι οι Κουβανοί: «Το σύστημα υποκρίνεται ότι μας πληρώνει και εμείς υποκρινόμαστε ότι δουλεύουμε» («el sistema pretende que nos paga y nosotros pretendemos trabajar»). Σε βοηθάει καθόλου να καταλάβεις;-Αν με βοηθάει λέει… καλύτερο και από ανάλυση κοινωνικού επιστήμονα!
Απολαύσαμε το τοπίο, είχαμε μετά από λίγο και επίσκεψη από μια καλλίγραμμη για τα γνωστά… (πού μας βρήκε στη μέση τού πουθενά;). Όταν πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ, το χερούλι έλειπε. Το είχε μια υπάλληλος από την οποία έπρεπε να το ζητήσεις και αυτή με τη σειρά της να σου ζητήσει λεφτά. Με τσίμπησε και ένα κουνούπι στην πλάτη που το ένιωσα σαν να με τρυπάει βελόνα. Τέλος πάντων… καλά ήταν.
Επιστροφή, πάλι με το ίδιο αυτοκίνητο, στο ξενοδοχείο. Τελευταίο ραντεβού με τον Μανόλο την επόμενη μέρα για να με βοηθήσει να βάλω σε μια τάξη τις μνήμες μου.
Ξεκουράστηκα λίγο και βγήκα για την στερνή νυχτερινή βόλτα στην πόλη.
Περπάτησα ώρα πολλή σε σκοτεινά σοκάκια και πλατείες. Δεν ένιωθα πια φόβο, όπως στην αρχή. Καθώς πέφτει το φως του ήλιου ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης ένα σιωπηλό μελίσσι ανθρώπων. Κάθονται στα πεζούλια, οι περισσότεροι αμίλητοι, μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. Σε κοιτούν που περνάς. Το νιώθεις. Αν τους κοιτάξεις κι εσύ θα σου μιλήσουν, θα σε πλησιάσουν. Κάτι θα σου προσφέρουν, κάτι θα σου ζητήσουν. Δεν θα σε πειράξουν. Το παραεμπόριο και ο αγοραίος έρωτας (γυναικείος και ανδρικός) είναι παντού, σε κάθε γωνιά. Αλλά ακόμα κι αν νομίζεις ότι είσαι κάπου μόνος, θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σου. Άλλωστε εσένα ψάχνει.
Επίλογος πριν από το τέλος
Κάθισα σε ένα καφέ μιας πλατείας. Μια μπάντα δίπλα έπαιζε το “Hasta Siempre Comandante”, το τραγούδι για τον Τσε. Αυτός “έφυγε” νωρίς, και πιο νωρίς παράτησε την εξουσία και πήρε τα βουνά για νέες επαναστάσεις. Με είκοσι νοματαίους πήγε στη Βολιβία να τα βάλει με τη CIA και έναν ολόκληρο στρατό. Εντελώς κουζουλός! Κι όμως, δεν μπορούμε να τον κρίνουμε με όρους τού σήμερα, κλέβουμε εκκλησία. Όπως και να ’χει καλοτύχισε να πεθάνει νέος όταν το άστρο του μεσουρανούσε λαμπερό. Μπορεί να έπεσε στην πλάνη (τωρινή κρίση), αλλά δεν ξέπεσε στη φθορά. Μάλλον θα τον αγαπούσαν οι θεοί («ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος»). Οι περισσότεροι Κουβανοί σέβονται το μύθο του. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Τα πραγματικά γεγονότα, που συνθέτουν την πορεία και την προσωπικότητά του χάνονται ανάμεσα σε έναν «ηρωικό θάνατο» και μια διάσημη φωτογραφία (του Αλμπέρτο Κόρντα).
Ο Φιδέλ (έτσι είναι το σωστό, και όχι “Φιντέλ” που τον έγραφα μέχρι τώρα), είναι άλλη περίπτωση. Ξεκίνησε ως απελευθερωτής με υποσχέσεις «ελεύθερων εκλογών», έγινε μετριοπαθής κομμουνιστής και σιγά σιγά έπαψε να έχει αμφιβολίες και ερωτεύθηκε τις βεβαιότητες, δηλαδή έγινε «σκληρός δικτάτορας». Λέξεις του Τσόμσκι, που τα βιβλία του πωλούνται ελεύθερα στην Κούβα καθώς μέμφεται την στάση των ΗΠΑ και αναγνωρίζει αρκετά θετικά στο καθεστώς. «Μετάβαση στο σοσιαλισμό; Δεν μπορούμε καν να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Οι συνθήκες το κατέστησαν αδύνατο και δεν γνωρίζουμε εάν υπήρχε τέτοια πρόθεση». Κι αυτές δικές του είναι. Άρα;
Στο Μουσείο της Επανάστασης, διαβάζοντας ένας σύνθημα μού λύθηκαν πολλές απορίες: «Η Επανάσταση έβαλε τέλος στην αποικιοκρατία και νεοαποικιοκρατία 450 ετών». Το καθεστώς λοιπόν δεν περιορίζεται στον θρίαμβο της ανατροπής Μπατίστα, αλλά απονέμει στον εαυτό του έναν εθνικό ρόλο υψηλής σπουδαιότητας: «Διώξαμε τους δυνάστες Ισπανούς και Αμερικάνους, είμαστε η συνέχεια του Χοσέ Μαρτί». Όσο κι αν μπορεί να σοκάρει αυτό, ο Μαρτί (εθνικός ήρωας της Κούβας –κάθε πλατεία κι ένα άγαλμά του) είναι γι’ αυτούς ο δικός μας Ρήγας, και ο Φιδέλ ο Κολοκοτρώνης που μας απελευθέρωσε από τέσσερις αιώνες δουλείας. Με αυτό το αφήγημα μεγάλωσαν οι Κουβανοί από το 1959 και μετά. Στους τόπους δουλειάς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια.
Βέβαια οι δικοί μας επαναστάτες αφού έκαναν τη “δουλειά” τους με τα όπλα, στη συνέχεια παρέδωσαν την ισχύ αυτών στους πολιτικούς. Ο Κάστρο τα κράτησε. Εδώ το πράγμα μπερδεύτηκε. Η επανάσταση δεν κατάφερε να εκτονωθεί, απέκτησε στατικά χαρακτηριστικά, έπαψε να επικοινωνεί με τη ροή της ιστορίας. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε έναν κάποιο λόγο ύπαρξης, στη συνέχεια δύσκολα κάποιος θα βρει το λόγο να λειτουργεί ως «απόλυτη αλήθεια». Η ρομαντική, αλλά απόλυτα αλτρουιστική, θέση του Τσε «ό,τι τρώω εγώ θα τρώνε και οι εργάτες» φαντάζει σκληρή και απάνθρωπη ειρωνεία στην Κούβα των 25 ευρώ μισθό. Ακριβώς γιατί το επόμενο ερώτημα είναι αμείλικτο: ζουν με 25 ευρώ και δελτίο τροφίμων οι χιλιάδες αξιωματούχοι του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού;
Τα εντελώς φθαρμένα και εγκαταλελειμμένα κτίρια κρύβουν, θαρρώ, μια ενδιαφέρουσα αλήθεια. Ο Κάστρο στα πρώτα δυο χρόνια της Επανάστασης προχώρησε σε ένα τολμηρό ανθρωπιστικό πείραμα: έδωσε σε όλους σπίτια. Κανείς στο δρόμο, κανείς στο ενοίκιο. Ήταν μεγάλο δώρο! Ήταν όμως και κατάρα. Δεν αντιλήφθηκε πως οι τοίχοι και τα κεραμίδια είναι ζωντανοί οργανισμοί. Για να παραμείνουν ως είχαν στην αρχή θέλουν συντήρηση, δηλαδή χρήματα. Με μερικά πέσος το μήνα και δελτίο τροφίμων δεν αλλάζεις στέγη και παράθυρα, ούτε βάφεις τοίχους.
Και τότε γιατί δεν εξεγείρονται οι Κουβανοί και αφήνουν μόνο τις «Κυρίες στα Λευκά” (μητέρες, σύζυγοι και συγγενείς πολιτικών κρατουμένων) να διαδηλώνουν κάθε τρεις και λίγο στην Αβάνα; Πρώτον, γιατί το παραμύθι είναι ωραίο, έχει όμορφες λέξεις και χρόνια τώρα υπόσχεται καλό τέλος –σχεδόν σε κοιμίζει. Δεύτερον, γιατί οι Κουβανοί δεν έχουν δημοκρατική παιδεία (αλήθεια πότε ψήφισαν για τελευταία φορά σε ελεύθερες εκλογές;). Τρίτον, γιατί τον Κάστρο δεν τον μισούν, απλά δεν τον θέλουν. Το μίσος είναι κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Η δυσαρέσκεια, άντε και η αντιπάθεια, δεν φτάνουν. Και βέβαια, κάνουν υπομονή «πού θα πάει γέρασε, θα πεθάνει (και πέθανε), άρα κάτι μπορεί να αλλάξει». Και αλλάζει. Άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στην Κούβα το βεβαιώνουν. Αργά, αλλά αλλάζει.
Κάπου λέει ο Φρόιντ ότι η σύγκριση με αυτόν που βρίσκεται σε καλύτερη θέση είναι πηγή δυστυχίας γι’ αυτόν που βρίσκεται σε χειρότερη. Δηλαδή η άγνοια σώζει. Αν μπορούσε το καθεστώς να κλείσει όλες τις διόδους επικοινωνίας με τον δυτικό τρόπο ζωής θα μπορούσε κάπως να κάνει πιο ανεκτό το βάρος της ανέχειας του Κουβανού, καθώς θα ζούσε στην πλάνη του «όλοι έτσι ζουν». Όμως δεν μπορεί πια. Ο τουρισμός, το ιντερνέτ (όλοι οι νέοι μπαίνουν μέσα από τα ελάχιστα wifi hotspots), τα βίντεο των συγγενών στο εξωτερικό, η κλεφτή ματιά στην δορυφορική στα τουριστικά σημεία κ.α., αναγκαία τους προσφέρει την οδυνηρή σύγκριση, που λέει ο Φρόιντ. Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα. Ο μέσος Γάλλος- Ισπανός- Έλληνας, έχει αυτοκίνητο και πάει 15 μέρες διακοπές το χρόνο. Είναι βαρύ το τίμημα της γνώσης. Γι’ αυτό οι περισσότεροι που ρωτάς σου λένε πως «παλιά ήταν καλύτερα». Αυτό όμως δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία καθώς δεν υπάρχουν θεαματικές διαφορές στη ζωή του μέσου Κουβανού, π.χ. από 1980 όταν ο Κάστρο άνοιξε τα σύνορα και μέσα σε πέντε μήνες έφυγαν 125.000 άνθρωποι (γνωστό ως “Mariel boatlift”). Και η “έξοδος” συνεχίζεται αμείωτη. Όσο γι’ αυτούς που μένουν πίσω, κάτι φαίνεται πως… οργανώνουν. Η “αντεπανάσταση” είναι στα σκαριά. Οι πρώτες εστίες “φωτιάς” που θα αναγκάσουν σε υποχώρηση το “σύστημα” είναι ορατές. Να μια εστία.
Αυτό το μαγαζάκι-τρύπα με μπιχλιμπίδια είναι η πρώτη δειλή έκφραση ελευθερίας του Κουβανού. Βέβαια είναι αλήθεια ότι το καθεστώς τού την παραχώρησε τα τελευταία χρόνια πιστεύοντας ότι αυτό δεν είναι καπιταλισμός. Νομίζω ότι σφάλει. Η απόσταση που χωρίζει αυτή την “τρύπα” από την πρώτη ιδιωτική βιοτεχνία τουριστικών ειδών είναι μικρή. Όπως και αυτή από το πρώτο ιδιωτικό παντοπωλείο (βλ. σούπερ μάρκετ).
Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα στην πλατεία. Πλήρωσα τον καφέ, δεν περίμενα απόδειξη, και έφυγα.
7η ημέρα. Τέλος
Αργά το μεσημέρι πιάσαμε μια γωνιά με τον Μανόλο στην καφετέρια του ξενοδοχείου και εκεί κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, κάτι σαν απολογισμό του ταξιδιού μου. Είναι πολύτιμη η ματιά του θεατή. Λύσαμε και την παρεξήγηση στη συνάντηση με τον Σεργκέι. Του ζήτησα συγγνώμη, ακαριαία το ίδιο έκανε κι εκείνος. Του χρωστάω πολλά. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε όλο αυτό που διαβάσατε και είδατε. Θα υπήρχε κάτι άλλο, καλύτερο ή χειρότερο, όχι αυτό.
Ήταν αργά το απόγευμα, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Μπήκαμε στο ταξί για το αεροδρόμιο. Πριν, σήκωσα τα μάτια να χαιρετίσω την πρώτη μου εικόνα. Ήταν εκεί, όπως άλλωστε και κάθε μέρα. Η κυρία με το λευκό μαντήλι και την κόκκινη μπλούζα.
Στο δρόμο ρώτησα τον Χόρχε τι θέλει να πω στους Έλληνες για την Κούβα. Μου είπε: «να τους πεις ότι η ζωή γι’ αυτούς όταν θα έρθουν εδώ ως επισκέπτες θα είναι καλή. Για μας είναι χάλια».
Πέρασα τον έλεγχο αποσκευών. Μου κράτησαν τον αναπτήρα, έναν πλαστικό ρόνσον. «Not permitted» λέει. Ειδικός κανονισμός των αεροδρομίων τους. Τέλος πάντων, δεν χάθηκε ο κόσμος. Χάθηκε όμως όταν στο βάθος της αίθουσας είχε δωμάτιο για καπνιστές. Αυτός ήταν μεγάλος γρίφος, ίσως ο μεγαλύτερος του ταξιδιού: «Πώς ανάβεις τσιγάρο χωρίς αναπτήρα;». Αυτό ρώτησα και τον ευγενέστατο Κουβανό υπεύθυνο. «Όλοι αυτό ρωτάτε, δεν υπάρχει απάντηση» και έβαλε τα γέλια. «Ε τότε τι το θέλετε το καπνιστήριο;» Μέχρι να φύγω κάθε φορά που με έβλεπε έβαζε τα γέλια.
Φτάνουν επτά μέρες για να γνωρίσεις την Κούβα; Όχι βέβαια. Ούτε 7 ούτε 77. Μακριά λοιπόν από μένα η ταμπέλα του “κουβανολόγου” με την οποία επιστρέφουν οι περισσότεροι. Ήταν μια εμπειρία-έρευνα-οδοιπορικό (πείτε το όπως θέλετε) πρώτα για να απαντήσω σε λίγα δικά μου βασικά ερωτήματα. Και ιδού οι απαντήσεις:
- Η Επανάσταση του ’59 είναι ιστορικά δικαιωμένη στο πλαίσιο της εποχής. Με απλά λόγια: καλώς έγινε.
- Το σύστημα δεν δουλεύει. Πιο απλά: δεν παράγεται πλούτος.
- Το κράτος διακηρύττει ότι δίνει το βασικό πλαίσιο (δουλειά-τροφή-υγεία-παιδεία) για να ζει ο πολίτης καλά. Το «καλά» είναι συζητήσιμο, αλλά ακόμα κι έτσι δεν υπάρχει ο “αναπτήρας” (ελευθερία, πολιτική και οικονομική).
- Το καθεστώς είναι δικτατορία (χωρίς αστερίσκους).
Άρα; Όχι, εδώ δεν γελάμε.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξανάρθω. Όταν ο Σεργκέι δεν θα φοβάται να δείξει το πρόσωπό του.
Τέλος
Πηγή:http://www.protagon.gr/themata/apostoli-stin-kouva_test-44341306817
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου