25 Ιουν 2017

Λογοτεχνία

Τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ



Ένα διήγημα για τον διαγωνισμό του http://www.maxmag.gr

Το βράδυ εκείνο ήταν μουντό και σκοτεινό. Μολονότι έβρεχε όλη την ημέρα, τις τελευταίες δυο ώρες ο ουρανός έμοιαζε με σκηνή από την Αποκάλυψη. Έβρεχε καταρρακτωδώς κι άστραφτε μανιωδώς. Ίσως αυτός ο χαλασμός να ήταν η αιτία του τροχαίου. Ή μήπως το τροχαίο ήταν η αιτία του χαλασμού;
Το νοσοκομείο ήταν  γεμάτο από συγγενείς των θυμάτων.  Επικρατούσε παντού βαβούρα και συνωστισμός. Εκτός από ένα δωμάτιο. Των εγκεφαλικά νεκρών. Το δωμάτιο αυτό είχε τέσσερις ενοίκους. Τον Αράβ, την Αϊσέ, τον Φίλιππο και την Μαρία. Απ’ έξω στέκονταν οι άνθρωποι τους σιωπηλοί. Η κόρη του Αράβ Μάγια, ο σύζυγος της Αϊσέ Ασλάν, ο αδελφός του Φιλίππου Ναθαναήλ και ο εραστής της Μαρίας,
Οι τραυματίες έμοιαζαν γαλήνιοι έτσι ασάλευτοι όπως ήταν. Λες και τους είχε κατακλύσει μια κοσμική αύρα. Ξαφνικά, μετά από πολλές ώρες μπήκε στο δωμάτιο ο γκριζομάλλης Γιατρός. Οι συγγενείς, πίσω από τα παράθυρα του δωματίου, εξέτασαν εξονυχιστικά τις κινήσεις του, σαν να επρόκειτο για έναν μικρό θεό.  Ο Γιατρός τσέκαρε κάποιες μετρήσεις στα μηχανήματα, κράτησε μερικές σημειώσεις κι έφυγε. Έπεσε όμως πάνω στο τείχος των συγγενών. Η σιωπή έσπασε:
“Συγνώμη γιατρέ αλλά δεν οφείλετε να μας ενημερώσετε”; ρώτησε ο Ναθαναήλ.
“Κοιτάξτε κύριε, η κατάσταση του αδελφού σας είναι στάσιμη. Σοβαρή, αλλά στάσιμη. Όπως και των υπολοίπων περιπτώσεων. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, κάθε ενημέρωση που ίσως προκύψει, μόνο αρνητική μπορεί να είναι”.
“Μα τι λέτε κύριε! Τι σόι γιατρός είστε; Κάντε κάτι!”
“Γιατρό ή θεό ψάχνετε κύριε;”
Ο Ναθαναήλ θόλωσε. Δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη, ούτε τέτοια απάντηση. Όρμησε στον γιατρό, όμως οι υπόλοιποι πρόλαβαν να τον σταματήσουν.
”Γαμώ το σπίτι σου και το θεό σου ρε! Που θα με ειρωνευτείς κιόλας”.
Ο Γιατρός έφυγε αμίλητος. Λογικά είχε συναντήσει πολλά παρόμοια περιστατικά. Η διαφαινόμενη αδιαφορία του ήταν ένα είδος απάντησης.
”Ηρέμησε φίλε μου. Όλοι είμαστε στεναχωρημένοι. Τα νεύρα δεν είναι λύση”. Του είπε ο εραστής της Μαρίας.
”Πώς να ηρεμήσω; Θα γίνουν καλά άμα ηρεμήσω; Έχω θυμό. Άσε με να ξεσπάσω”.
”Δε χρειάζεται θυμός. Μόνο πίστη χρειάζεται. Εγώ προσεύχομαι κάθε μέρα. Προσευχήσου κι εσύ και ίσως βοηθήσεις τον αδελφό σου”, του απάντησε η Μάγια.
”Εσύ δηλαδή τόσην ώρα που μουρμουρίζεις, προσεύχεσαι;” μπήκε ενοχλημένος στην συζήτηση ο Ασλάν.
”Ναι, προσεύχομαι! Ενοχλώ κανέναν;”
”Σε τι προσεύχεσαι;” την ρωτά.
”Στον μέγα Βίσνου!”
”Χαχαχα. Αν είναι δυνατόν! Ο ένας και μοναδικός θεός είναι ο Αλλάχ. Μόνο άμα πιστεύεις στον έναν και μοναδικό θεό θα σωθείς. Οι υπόλοιποι θα τιμωρηθείτε. Πρώτη και καλύτερη εσύ και ο πατέρας σου”.
”Για σταθείτε ρε παιδιά, θα σκοτωθούμε πάνω από τα κρεβάτια των συγγενών μας; Ας πιστεύει ο καθένας όπου θέλει, δεν είναι ανάγκη να μαλώσουμε”.
”Εσύ ρε ψηλέ που το παίζεις ψύχραιμος, ενώ καίγεται ο κώλος μας, ποιος είσαι;” Ξαναϋψωσε τον τόνο της φωνής του ο Ναθαναήλ.
”Θες να μάθεις το όνομα μου;”
”Ναι, μου φαίνεται κάπου σε ξέρω”.
”Αφού επιμένεις, λέγε με Σωκράτη”.
”Εγώ φίλε δεν πιστεύω πουθενά. Δεν κοιτάς αυτούς; Σε λίγο θα σκοτωθούν για τους θεούς τους. Να πάνε να γαμηθούνε όλοι”.
”Πάρ’ το πίσω γιατί τα ψωμιά σου θα είναι λίγα”. Ο Ασλάν ήταν έτοιμος για καβγά.
”Άσε ρε, που προσβάλλεσαι για φανταστικά πλάσματα. Οπισθοδρομικέ”.
”Σταμάτα βρε άνθρωπε! Δε θες να πιστέψεις; με γεια σου και χαρά σου. Αλλά μη γίνεσαι εριστικός”.
”Άλλη μία φορά να με προκαλέσεις και θα σε στείλω στον άλλο κόσμο”.
”Παιδιά ηρεμήστε λίγο. Καλά τα λέει ο Σωκράτης. Με ηρεμία κι αγάπη όλα λύνονται. Με θυμό και μίσος δε λύθηκε ποτέ τίποτα”. Η Μάγια έλεγε το αυτονόητο, αλλά μάλλον μιλούσε σε αυτιά που δεν ήθελαν να ακούσουν.
”Έχω κάτι να προτείνω. Τι θα λέγατε να κατεβαίναμε στο κυλικείο να σας κεράσω κάτι; Έναν καφέ, ένα κρουασάν. Τα νεύρα όλων είναι τεντωμένα, αλλά πρέπει να παραμείνουμε δυνατοί. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται να μπούμε στο δωμάτιο”. Εκτός από τον αδελφό του Λάζαρου, οι υπόλοιποι δέχτηκαν. Η ένταση μυστηριωδώς είχε φύγει. Η ηρεμία του Σωκράτη πέρασε και στους άλλους. Τους μίλησε ψύχραιμα για τις θρησκείες. Συμφώνησαν στα περισσότερα και διαφώνησαν στα λιγότερα, δίχως φωνές και καβγάδες. Κατάφερε να τους εξηγήσει ότι η μία είναι Ινδουίστρια επειδή γεννήθηκε στην Ινδία και ο άλλος Μουσουλμάνος επειδή γεννήθηκε στην Τουρκία. Ότι η θρησκεία του κάθε ανθρώπου είναι θέμα γεωγραφίας και περιβάλλοντος. Τους είπε, για παράδειγμα, πως αν είχαν γεννηθεί στο δάσος του Αμαζονίου, ή στην Πολυνησία, θα ήταν αδύνατο να πιστεύουν στους θεούς που πιστεύουν τώρα. Εκείνη την στιγμή κατέβηκε από το δωμάτιο ο Ναθαναήλ. Κουβαλούσε ακόμα τον εκνευρισμό από την προηγούμενη φορτισμένη συνομιλία.
”Έχεις δίκιο σ’ αυτά που μας λες. Πως εξηγείς όμως ότι ο Βίσνου μιλάει στο μυαλό μου και μου λέει να κάνω υπομονή, κι ότι ο πατέρας μου θα γίνει καλά”.
”Κι εμένα με πήρε ο πεθερός μου και μου είπε να μην ανησυχώ, γιατί είδε στον ύπνο του τον προφήτη και του είπε πως αν προσευχηθούμε η Αϊσέ θα γίνει καλά”.
”Μα πιστεύετε σε αυτές τις μαλακίες;”
”Πάλι τα ίδια ρε Ναθαναήλ;” Ο Σωκράτης άρχισε να αποκαρδιώνεται με την αρνητική στάση του.
”Εγώ φιλαράκο έχω χάσει ακόμα έναν αδελφό σε τροχαίο. Η μάνα μου ολημερίς και ολονυχτίς στο προσκεφάλι του την έβγαζε. Κάθε βράδυ έβλεπε στον ύπνο της τον Άγιο Ραφαήλ. Μια της έλεγε να μην ανησυχεί, μια της ζητούσε τάματα, μια έκαναν συμφωνίες. Αν δεν πέθαινε ο αδελφός μου, θα τρελαινόταν από αυτά τα όνειρα. Τελικά ο αδελφός μου πέθανε. Η μάνα μου πλάνταξε στο κλάμα και την έφαγε η στεναχώρια. Δεν τρελάθηκε όμως. Και μου λέτε να πιστεύω αυτές τις μαλακίες; Πόσοι θεοί υπάρχουν πια; Πολλοί; Ένας και καλός; Όχι φίλοι μου. Τίποτα δεν υπάρχει εκεί έξω”.
”Δεν είσαι απολύτως σωστός, αλλά ούτε και τελείως λάθος, του απάντησε ο Σωκράτης”.
”Απόδειξε το μου”.
”Εγώ; Πως;”
”Άμα δεν μπορείς να το αποδείξεις τότε τζάμπα μιλάμε. Έχω δίκιο και δε θέλετε να το καταλάβετε. Εσύ του λόγου σου, σε ποιον θεό πιστεύεις;”
”Εγώ πιστεύω ότι η ανώτερη δύναμη που έχει δημιουργήσει αυτόν τον κόσμο, είναι απρόσιτη προς την λογική του απλού ανθρώπου”.
”Αγνωστικιστής που λένε. Άπιστος με λίγα λόγια. Κι αυτό της μόδας είναι”. Ο Ασλάν ήταν πέλεκυς!
Ήταν μια δύσκολη νύχτα. Ο Σωκράτης συνέστησε να καθίσουν με βάρδιες στο δωμάτιο. Προσφέρθηκε να ξεκινήσει. Τους πρότεινε να πάνε σπίτι τους να ξεκουραστούν. Ανέβηκε στο δωμάτιο και κάθισε σκεφτικός. Ήταν ο μόνος από τους τέσσερις που ούτε έφαγε, ούτε ήπιε τίποτε. Κι όμως δεν υπήρχε πάνω του ίχνος κούρασης. Δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Ίσως δεν ήταν καν άνθρωπος…
Λίγες στιγμές μετά, ο Γιατρός ανέβηκε στο δωμάτιο.
”Τους έπεισες τελικά να φύγουν;” ρώτησε τον Σωκράτη.
”Ναι. Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Κανείς τους. Ούτε αυτός ο άθεος φωνακλάς. Ανθρωπάκια είναι. Απλά και δυστυχισμένα. Θα σωθεί κανείς από αυτούς;”
”Έλεγα να σώσουμε έναν από τους τέσσερις. Μη ρωτάς το γιατί”.
”Ως συνήθως”.
”Θες να σώσουμε την κοπέλα που τραβιέσαι αυτόν τον καιρό;”
”Είχε ποτέ σημασία η γνώμη μου;”
”Τώρα έχει. Αποφάσισε και πες μου”.
Ο Σωκράτης έδειχνε για πρώτη φορά αγχωμένος. Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. Ποιος από τους τέσσερις άξιζε να ζήσει περισσότερο από τους υπόλοιπους; Έψαξε τον κατάλογο τον επισκεπτών. Βρήκε τον αριθμό του κινητού του Ναθαναήλ.
”Ο αδελφός σου είναι καλά. Έλα εδώ τώρα”. Ξαφνικά τα 3 από τα 4 μηχανήματα του δωματίου άρχισαν να σφυρίζουν. Οι υπόλοιποι τρεις πέθαναν ακαριαία.
Ο Ναθαναήλ έφτασε στο νοσοκομείο όσο γρηγορότερα μπορούσε. Ο Φίλιππος ήταν ακόμα αδύναμος, αλλά είχε ανοίξει τα μάτια του και μπορούσε να μιλήσει στον αδελφό του. Ένα ρίγος όμως διαπέρασε τον τελευταίο.
”Οι άλλοι τρεις νεκροί; Οι γιατροί φταίνε; Δε ξέρω τι να πω. Συλλυπητήρια…”
”Ευχαριστώ. Κατέβα μαζί μου κάτω”.
Κατέβηκε μαζί του δίχως να ρωτήσει το γιατί. Τον ακολούθησε ως το αυτοκίνητο του.
“Που πάμε;”
“Μια βόλτα”. Μπήκαν στο αυτοκίνητο.
”Λυπάμαι πολύ για την απώλεια του πρώτου σου αδελφού. Χαίρομαι όμως επειδή αυτός σώθηκε. Δεν είναι περίεργο που σώθηκε μόνο ο αδελφός σου; Ο αδελφός ενός άθεου;”
”Δεν υπάρχει θεός”.
”Ποιος τον έσωσε τότε;”
”Οι γιατροί”.
”Εν μέρει έχεις δίκιο. Υπάρχει ένα ανώτερο ον…”
”Άποψη σου”.
”Σώπασε και άκου. Υπάρχει ένα ανώτερο ον. Θες να το πεις θεό; Πες το. Δεν είναι όμως. Είναι πανταχού παρών, έφτιαξε τον κόσμο, αλλά δεν είναι αλάνθαστος. Προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Έχει πάθη, έχει ανάγκες, κάνει λάθη. Όμως δεν είναι όπως τον φαντάζεται ο μέσος άνθρωπος. Νομίζεις ότι ο άνθρωπος είναι το κέντρο του κόσμου; Έχεις ιδέα πόσους ακόμα πλανήτες έχει δημιουργήσει; Πόσους ήλιους, πόσους γαλαξίες; Ο αριθμός δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από ανθρώπινο νου. Δεν υπάρχει Ιησούς, ούτε Αλλάχ, Βίσνου, Δίας, Βούδας. Δεν έχει νόημα η θρησκοληψία. Νόημα έχει μόνο να κάνεις αυτό που σε ευχαριστεί και να είσαι καλός προς τους συνανθρώπους σου”.
”Που με έφερες Σωκράτη;”
”Σπίτι μου. Δεν με λένε Σωκράτη. Μπες μέσα να πιούμε μια μπύρα και να μάθεις ποιος είμαι”.
Ανέβηκαν πάνω. Έφτασαν μπροστά από ένα δωμάτιο, πάνω στην πόρτα του οποίου υπήρχε μια αντλία μπύρας. Τραβώντας την αντλία για να γεμίσουν τα ποτήρια τους, η πόρτα άνοιξε. Δεν ήταν μια απλή πόρτα. Ήταν μια κοσμική πύλη. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Ήταν ένα μαγικό μέρος. Εκεί, ένας γκριζομάλλης κύριος καθόταν σταυροπόδι, πίνοντας άνετος την κρύα μπύρα του.
“Γιατρέ;”
”Πέρασε. Εάν δεν πιστεύεις αυτά που σου είπε ο γιος μου, έλα να στα εξηγήσω εγώ”.


Αν σας άρεσε αυτό το διήγημα, μπορείτε να το ψηφίσετε εδώ: http://www.maxmag.gr/diagonismos-diigimatos/psifoforia-dialexe-agapimeno-sou-diigima/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου