Η ιστορία του τραγουδιού “ζητάτε να σας πω”, Αττικ, 1930
Ενα τραγούδι, μια ιστορία
1930- Ζητάτε να σας πω, Αττικ
1930- Ζητάτε να σας πω, Αττικ
Δεν υπάρχει συνταγή μακροβιότητας για το τραγούδι, αλλά αν θέλαμε να ερευνήσουμε το θέμα, ένα από τα κομμάτια που θα βάζαμε στο τραπέζι είναι το «Ζητάτε να σας πω» του Αττίκ.
Δεν υπάρχει γενιά που δεν το διασκεύασε, που δεν βούρκωσε, που δεν αναγνώρισε ανάμεσα στις στροφές του το λεπτό «άρωμα» μιας γραφής – της γραφής του Κλέωνα Τριανταφύλλου – που έμελλε να επηρεάσει βαθύτατα την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ειδικά το «Ζητάτε να σας πω», δεν είναι μόνο μια πραγματική ιστορία (για μια μικρή, πικρή, χαμένη αγάπη), αλλά και μια ιστορία που φανερώνει πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η έμπνευση της στιγμής. Και η ικανότητα του δημιουργού να μπορεί να την πιάσει…
Πάντως εμείς (του ’80 οι εκδρομείς) το ακούσαμε από την Αρλέτα, τη Χάρη Αλεξίου, την Τάνια Τσανακλίδου, τη Νένα Βενετσάνου και την ορχήστρα του Δαυίδ Ναχμία, αργότερα (η νεότερη γενιά) από τον Μανώλη Φάμελο, ενώ αν πήγαινε κανείς προς τα πίσω θα συναντούσε τον Πέτρο Επιτροπάκη και ακόμα πιο παλιά την πρώτη διδάξασα Δανάη (Στρατηγοπούλου).
Δανάη Στρατηγοπούλου, η κοσμοπολίτισσα της γενιάς του ’30, η γοητεία, η μεγάλη φωνή. Η μούσα του Αττίκ.
Ο Αττίκ και η Μάντρα του. Ενα δικό του αυτοσχέδιο «θεατράκι / καφέ σαντάν», off αθηναϊκού Broadway (στην Πλατεία Αγάμων – οδό Μηθύμνης – δεν υπήρχαν θέατρα) όπου κατάφερε να γίνει «μαστ» για τον μέσο Αθηναίο του ’30. Το 1935 η Μάντρα μεταφέρθηκε από την Πλατεία Αγάμων στο θεατράκι «Δελφοί» της οδού Αχαρνών και λειτούργησε ώς το 1940. Η Δανάη εξηγεί (μέσα από το βιβλίο της «Τραγουδώντας»).
«Τι ήταν η Μάντρα; Πολλά πράγματα και τίποτα. Λίγο Παρίσι, λίγη Ανατολή, κάμποση Αθήνα και πολύς Αττίκ. Λίγη παριζιάνικη μπουάτ, λίγη αθηναϊκή επιθεώρηση, ύφος βαριετέ ή ταβέρνας, ένα είδος μουσικοφιλολογικής στοάς (…). Σκηνικά, σκηνογραφίες και τα τoιαύτα, υποτυπώδη ή ανύπαρκτα (…). Τραγούδια, παρλάτες, ποιήματα, καλαμπούρια, οκτάστιχα εκτοξεύονταν από τους ηθοποιούς και αντιστρόφως. Και μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα κυριαρχούσε ο Αττίκ με τη φαλακρίτσα του και την ποιητικήν του φλοτάν γραβάτα». Αν μεταφέραμε τα λεγόμενά της στη σημερινή εποχή, θα λέγαμε ότι η Μάντρα του Αττίκ ήταν το πρώτο «διαδραστικό» θέαμα της Αθήνας. Εκείνος (Αττίκ) από το πιάνο του, εκείνοι (θεατές) από την πλατεία, με τα σχόλια, τις ατάκες τους, τις παραγγελιές τους. Μια προσιτή για τον μέσο Αθηναίο διασκέδαση, όπου, όπως έλεγε ο ίδιος «ανάγκαζε τον αθηναίο θεατή να διασκεδάζει με το τίποτε και να εκτροχιάζεται από τα σύνορα της θρυλικής σοβαροφάνειας» (Λάμπρος Λιάβας – «Ελληνικό Τραγούδι» από το 1821-1950).
Στην Αθήνα των προσφύγων (1922 η Μικρασιατική Καταστροφή), του ρεμπέτικου και των μικρασιάτικων αμανέδων από τη μια και του ταγκό από την άλλη. Στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Των δεκάδων μπερντέδων (Καραγκιόζη) και της καντάδας. Της Σοφίας Βέμπο, του Ορέστη Μακρή, της ελληνικής επιθεώρησης και της οπερέτας. Της ρετσίνας και της γαλλικής σαμπάνιας.
Με τον αστό, εκλεπτυσμένο Αττίκ, που πρώτα έκανε καριέρα στο Παρίσι και έζησε εκ των έσω το γαλλικό chanson (έγραψε πάνω από 300 τραγούδια), η Ελλάδα θα μπει σε μια νέα τραγουδιστική εποχή, πιο κοσμοπολίτικη, συμβατή με ό,τι συνέβαινε εκείνη την εποχή σε Ευρώπη και Αμερική. Τα τραγούδια του Αττίκ είναι μικρές ιστορίες, με αρχή μέση και τέλος, οι μελωδίες και οι στίχοι του απελευθερώνονται από τις στυλιζαρισμένες φόρμες της εποχής κι ένα μεγάλο κοινό βρίσκει στο πρόσωπό του έναν δικό του συνοδοιπόρο. Εκλεπτυσμένο, βαθύ, «δουλεμένο» μουσικά, σίγουρα πιο Ευρωπαίο απ’ το κυρίαρχο τραγουδιστικό ρεύμα της εποχής.
Δεν υπάρχει γενιά που δεν το διασκεύασε, που δεν βούρκωσε, που δεν αναγνώρισε ανάμεσα στις στροφές του το λεπτό «άρωμα» μιας γραφής – της γραφής του Κλέωνα Τριανταφύλλου – που έμελλε να επηρεάσει βαθύτατα την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ειδικά το «Ζητάτε να σας πω», δεν είναι μόνο μια πραγματική ιστορία (για μια μικρή, πικρή, χαμένη αγάπη), αλλά και μια ιστορία που φανερώνει πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η έμπνευση της στιγμής. Και η ικανότητα του δημιουργού να μπορεί να την πιάσει…
Πάντως εμείς (του ’80 οι εκδρομείς) το ακούσαμε από την Αρλέτα, τη Χάρη Αλεξίου, την Τάνια Τσανακλίδου, τη Νένα Βενετσάνου και την ορχήστρα του Δαυίδ Ναχμία, αργότερα (η νεότερη γενιά) από τον Μανώλη Φάμελο, ενώ αν πήγαινε κανείς προς τα πίσω θα συναντούσε τον Πέτρο Επιτροπάκη και ακόμα πιο παλιά την πρώτη διδάξασα Δανάη (Στρατηγοπούλου).
Δανάη Στρατηγοπούλου, η κοσμοπολίτισσα της γενιάς του ’30, η γοητεία, η μεγάλη φωνή. Η μούσα του Αττίκ.
Ο Αττίκ και η Μάντρα του. Ενα δικό του αυτοσχέδιο «θεατράκι / καφέ σαντάν», off αθηναϊκού Broadway (στην Πλατεία Αγάμων – οδό Μηθύμνης – δεν υπήρχαν θέατρα) όπου κατάφερε να γίνει «μαστ» για τον μέσο Αθηναίο του ’30. Το 1935 η Μάντρα μεταφέρθηκε από την Πλατεία Αγάμων στο θεατράκι «Δελφοί» της οδού Αχαρνών και λειτούργησε ώς το 1940. Η Δανάη εξηγεί (μέσα από το βιβλίο της «Τραγουδώντας»).
«Τι ήταν η Μάντρα; Πολλά πράγματα και τίποτα. Λίγο Παρίσι, λίγη Ανατολή, κάμποση Αθήνα και πολύς Αττίκ. Λίγη παριζιάνικη μπουάτ, λίγη αθηναϊκή επιθεώρηση, ύφος βαριετέ ή ταβέρνας, ένα είδος μουσικοφιλολογικής στοάς (…). Σκηνικά, σκηνογραφίες και τα τoιαύτα, υποτυπώδη ή ανύπαρκτα (…). Τραγούδια, παρλάτες, ποιήματα, καλαμπούρια, οκτάστιχα εκτοξεύονταν από τους ηθοποιούς και αντιστρόφως. Και μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα κυριαρχούσε ο Αττίκ με τη φαλακρίτσα του και την ποιητικήν του φλοτάν γραβάτα». Αν μεταφέραμε τα λεγόμενά της στη σημερινή εποχή, θα λέγαμε ότι η Μάντρα του Αττίκ ήταν το πρώτο «διαδραστικό» θέαμα της Αθήνας. Εκείνος (Αττίκ) από το πιάνο του, εκείνοι (θεατές) από την πλατεία, με τα σχόλια, τις ατάκες τους, τις παραγγελιές τους. Μια προσιτή για τον μέσο Αθηναίο διασκέδαση, όπου, όπως έλεγε ο ίδιος «ανάγκαζε τον αθηναίο θεατή να διασκεδάζει με το τίποτε και να εκτροχιάζεται από τα σύνορα της θρυλικής σοβαροφάνειας» (Λάμπρος Λιάβας – «Ελληνικό Τραγούδι» από το 1821-1950).
Στην Αθήνα των προσφύγων (1922 η Μικρασιατική Καταστροφή), του ρεμπέτικου και των μικρασιάτικων αμανέδων από τη μια και του ταγκό από την άλλη. Στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Των δεκάδων μπερντέδων (Καραγκιόζη) και της καντάδας. Της Σοφίας Βέμπο, του Ορέστη Μακρή, της ελληνικής επιθεώρησης και της οπερέτας. Της ρετσίνας και της γαλλικής σαμπάνιας.
Με τον αστό, εκλεπτυσμένο Αττίκ, που πρώτα έκανε καριέρα στο Παρίσι και έζησε εκ των έσω το γαλλικό chanson (έγραψε πάνω από 300 τραγούδια), η Ελλάδα θα μπει σε μια νέα τραγουδιστική εποχή, πιο κοσμοπολίτικη, συμβατή με ό,τι συνέβαινε εκείνη την εποχή σε Ευρώπη και Αμερική. Τα τραγούδια του Αττίκ είναι μικρές ιστορίες, με αρχή μέση και τέλος, οι μελωδίες και οι στίχοι του απελευθερώνονται από τις στυλιζαρισμένες φόρμες της εποχής κι ένα μεγάλο κοινό βρίσκει στο πρόσωπό του έναν δικό του συνοδοιπόρο. Εκλεπτυσμένο, βαθύ, «δουλεμένο» μουσικά, σίγουρα πιο Ευρωπαίο απ’ το κυρίαρχο τραγουδιστικό ρεύμα της εποχής.
Το παρασκήνιο τού «Ζητάτε να σας πω» έχει άμεση σχέση με την προσωπική του ζωή, τον έρωτα του για μια γυναίκα που τον άφησε…
Η ιστορία πάει κάπως έτσι…
Ο Αττίκ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου η οποία αργότερα τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε τον Σταμάτη Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη). Ο έρωτάς του γι’ αυτήν τη γυναίκα ήταν πηγή έμπνευσης, πηγή ζωής, αλλά και πηγή μεγάλου πόνου. Το τραγούδι «Είδα μάτια» – μεγάλη επιτυχία τότε – όλοι ήξεραν για ποια «μάτια» είχε γραφτεί. Τα μάτια της.
Μικρή πόλη η Αθήνα, τα νέα κυκλοφορούσαν με ταχύτητα «τουίτερ» (χωρίς τουίτερ), χωρισμοί, έρωτες, πιπεράτα σκάνδαλα έφταναν και στις πιο φτωχικές γειτονιές και όταν ένα βράδυ ο Αττίκ βρισκόταν στο πιάνο του κι είχε απέναντί του την τέως σύζυγό του με τον νέο της άνδρα, όλη η Μάντρα του φώναζε πες το «Είδα μάτια» – γνωρίζοντας ότι η «αγαπημένη» ήταν εκεί. Τότε εκείνος αποσύρθηκε στο καμαρίνι του και μέσα σε 10 λεπτά έφτιαξε το νέο τραγούδι. «Ζητάτε να σας πω / τον πρώτο μου σκοπό / τα περασμένα μου γινάτια / ζητάτε «είδα μάτια» / με σκίζετε κομμάτια…». Το ανεξήγητο της έμπνευσης. Και της ικανότητας του δημιουργού να κάνει τραγούδι με την άνεση μιας αναπνοής.
Για πάνω από 10 χρόνια ο Αττίκ και το «εκτροχιασθέν μουσικό καμπαρέ» θα όργωνε την Ελλάδα αλλά και χώρες του απόδημου ελληνισμού. Ολοι τον ήξεραν, όλοι τον τραγουδούσαν, όλοι ήξεραν ότι ο βιρτουόζος (κονφερασιέ, μουσικός, χορευτής κ.ά.) είχε ψυχή ποιητή και καρδιά παιδιού.
Στην Κατοχή συνέχισε τις εμφανίσεις του στον χώρο του βαριετέ «Αλκαζάρ» και το 1943 πρωταγωνίστησε στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα» που είχε σαν υπόθεση το δράμα ενός διάσημου καλλιτέχνη που γερνάει. Ενας καλλιτέχνης που γερνάει… Και ας ήταν μόνο 59 ετών. Μπορεί να ήταν το σκοτάδι της Κατοχής, μπορεί το δικό του, πάντως ο Αττίκ του ’43 δεν θύμιζε πια τον λαμπερό, γεμάτο χιούμορ κοσμοπολίτη που έφερνε βόλτα τον κόσμο όλο. Μήνες αργότερα από την προβολή της ταινίας, Αύγουστο μήνα, αυτοκτόνησε… Υπερβολική δόση υπνωτικών… Και ήταν μόνο 59 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου