Ισχύει ότι ο Σπύρος Λούης έκλεψε την πρωτιά στον Μαραθώνιο του 1896;
Η ιστορία του Χαρίλαου Βασιλάκου που, 121 χρόνια πριν, όταν του ανακοίνωσαν πως βγήκε δεύτερος, αναρωτήθηκε: «Δεύτερος; Μα δεν με προσπέρασε κανείς».
Το πρωινό της 28ης Μαρτίου 1896 [με το Παλαιό Ημερολόγιο], ένα κομβόϊ από οκτώ ξύλινα κάρα ξεκινά από την Πλατεία Συντάγματος με κατεύθυνση τον Μαραθώνα. Στις άμαξες επιβαίνουν αθλητές, τρεις δημοσιογράφοι, νοσοκόμοι με φαρμακευτικό υλικό, κριτές και παρατηρητές. Η πομπή, την οποία συνοδεύουν έξι έφιπποι ανθυπολοχαγοί του Ελληνικού Στρατού, θα χρειαστεί τρεις ώρες για να φτάσει, μέσα από λασπωμένους καρόδρομους, στον προορισμό της όπου την επομένη θα δοθεί, για πρώτη φορά στην ιστορία, η εκκίνηση ενός νέου αγωνίσματος: του μαραθωνίου δρόμου. Η τοπική κοινότητα θα υποδεχθεί μετά Βαΐων και κλάδων αθλητές, συνοδούς και λοιπούς προσκεκλημένους, προσφέροντας κρασί από τα Μεσόγεια και πλήθος ντόπιων εδεσμάτων. Οι Έλληνες περιμένουν πολλά από το νέο αγώνισμα. Στις τέσσερις πρώτες ημέρες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έχουν κατακτήσει πέντε πρωτιές - καμία από αυτές όμως στον στίβο. Ο μαραθώνιος αποτελεί την ύστατη ευκαιρία για ένα χρυσό μετάλλιο. Η πρώτη θέση έχει πλέον αναχθεί σε εθνική υπόθεση.
Σύμφωνα με το βιβλίο «Η θρυλική Ολυμπιάδα του Σπύρου Λούη» (εκδόσεις Άγκυρα, 2004), του Τάσου Κοντογιαννίδη, το μεσημέρι της 29ης Μαρτίου 1896 [10 Απριλίου με το Νέο Ημερολόγιο] ο ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος καλεί τους δρομείς στην εκκίνηση λίγα λεπτά πριν από τις δύο. «Συλλογισθείτε τις πατρίδες σας, συλλογισθείτε ότι η ελληνική σημαία αναμένει έρπουσα προ του ιστού του Σταδίου. Τιμήσατέ την εντίμως και ως εμπρέπει εις Έλληνας συναγωνιζομένους. Από εμάς τους στρατιωτικούς ζητεί το αίμα μας η πατρίς. Από εσάς ζητεί την σημαίαν μας να την τιμήσετε. Ζήτω η Πατρίς! Ζήτωσαν οι Ολυμπιονίκαι» λέει μπρος σε μια αψίδα τυλιγμένη με την ελληνική σημαία. Ακολουθεί το «Λάβετε θέσεις» ενώ 20 τσολιάδες σαλπίζουν όπως οι αρχαίοι κήρυκες στην Ολυμπία πριν από χιλιάδες χρόνια. Ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος πυροβολεί στον αέρα και 17 αθλητές από πέντε χώρες εκκινούν έτοιμοι να διανύσουν τα περίπου 40 χλμ. της διαδρομής (τα 42.195μ. καθιερώθηκαν 12 χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1908). Οι καμπάνες στα γειτονικά ξωκλήσια χτυπούν εορταστικά - ελπίδα όλων ο νικητής να είναι Έλληνας.
Στα πρώτα δέκα χιλιόμετρα προπορεύεται μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από τον Γάλλο Αλμπίν Λερμισό, τον Αυστραλό Έντουιν Φλακ και τον Αμερικανό Τσαρλς Άρθουρ Μπλέικ. Ακολουθούν οι Έλληνες Ιωάννης Λαυρέντης, Χαρίλαος Βασιλάκος και ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ. Στο Πικέρμι οι χωρικοί υποδέχονται πανηγυρίζοντας τους αθλητές - ο Θεοφιλάτος, ένας ντόπιος χωρικός κερνά κρασί και μεζέδες. Μια νεαρή τρέχει να αγκαλιάσει τον Χαρίλαο Βασιλάκο και τον ρίχνει σε ένα τραπέζι με μεζεκλίκια. Ο αθλητής του Πανελληνίου σηκώνεται και συνεχίζει να τρέχει. Στο 23ο χιλιόμετρο ο Αμερικανός Μπλέικ δεν έχει άλλες δυνάμεις και αποσύρεται από την κούρσα. Το ίδιο και ο Γάλλος Λερμισό ο οποίος ταλαιπωρείται από κράμπες και εγκαταλείπει στο 32ο χιλιόμετρο. Παίρνει κεφάλι ο Αυστραλός Φλακ. Στο ύψος του Χαλανδρίου αρχίζει να καταρρέει και αυτός. Ένας ντόπιος χωρικός πλησιάζει να τον βοηθήσει. Ο Αυστραλός Ολυμπιονίκης των 800μ. και 1.500μ. τον απωθεί βίαια θεωρώντας πως θέλει να τον εμποδίσει. Γύρω δεν υπάρχει τίποτα παρά μονάχα στάνες. Στους Αμπελόκηπους, ο προπορευόμενος Φλακ μοιάζει να έχει ξεμείνει από δυνάμεις - ρωτά τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο πόσο μακριά είναι ο τερματισμός. «Έξι χιλιόμετρα», του απαντά. Η απόσταση μοιάζει βουνό για τον εξαντλημένο Αυστραλό, που τελικά εγκαταλείπει την κούρσα υποφέροντας από φριχτούς πόνους.
Λίγη ώρα αργότερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο ακούγεται ένας κανονιοβολισμός - το πλήθος ξεσπά σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Ο ήχος του κανονιού σημαίνει πως ο αθλητής που πλησιάζει στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο είναι Έλληνας. Ο αφέτης και έφορος του Μαραθωνίου δρόμου, ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος, εισέρχεται καλπάζοντας στο Στάδιο για να αναγγείλει πως προηγείται ο Σπυρίδων Λούης -ένας νερουλάς από το Μαρούσι. Η ιαχή «Έλλην, Έλλην» σκεπάζει τον ουρανό. Ο νικητής διανύει τον τελευταίο γύρο δίπλα στον διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο. Τα νέα για τον θρίαμβο διαδίδονται από στόμα σε στόμα - επικρατεί πανδαιμόνιο. Οκτώ λεπτά αργότερα κάνει την εμφάνισή του, κατάκοπος, ένας δεύτερος αθλητής: ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Ένας αξιωματούχος του παλατιού σπεύδει να τον αγκαλιάσει και να τον συγχαρεί για τη δεύτερη θέση. «Δεύτερη; Μα δεν με προσπέρασε κανείς» θα ψελλίσει. Όμως, τίποτα δεν μπορεί μετριάσει τον ενθουσιασμό των Ελλήνων για την πρώτη θέση. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ασπάζεται τον Λούη, λέγοντάς του πως «Αυτή η στιγμή είναι ιερή για την Ελλάδα», ενώ ο εμπνευστής των Ολυμπιακών Αγώνων, βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερντέν δεν διστάζει να του πει: «Σήμερα έγραψες ιστορία».
Οι ξένοι επισκέπτες συγχαίρουν τους Έλληνες για τη νίκη - ένας ναύτης υψώνει την γαλανόλευκη στο Καλλιμάρμαρο, ο κόσμος ζητωκραυγάζει κουνώντας μαντήλια. «Είναι στιγμές ανείπωτης χαράς για το μικρό ελληνικό βασίλειο» υπερτονίζουν στις ανταποκρίσεις τους δημοσιογράφοι της εποχής, όπως ο Χαράλαμπος Άννινος. Η πρωτεύουσα φωταγωγείται, οι Αθηναίοι γλεντούν απ' άκρη σε άκρη. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν φλογερά άρθρα για τον άσημο χωρικό. Το όνομά του συζητιέται παντού - όλοι θέλουν να τον γνωρίσουν, να τον συγχαρούν, να του προσφέρουν δώρα. Είναι εθνικός ήρωας. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής: «Ο κύριος Κυπαρίσσης, πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κύριος Τζιβανόπουλος ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή».
Σύντομα το όνομα του Σπύρου Λούη εισέρχεται στη σφαίρα του μύθου. Στην επαρχία και στο εξωτερικό οι Έλληνες συζητούν για νερουλά που τους έκανε περήφανους. Άπαντες αναζητούν φωτογραφίες του Λούη για να κρεμάσουν στα σπίτια και στα μαγαζιά τους. Το ντελίριο ενθουσιασμού δεν λέει να κοπάσει ούτε τις επόμενες ημέρες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες περνούν σε δεύτερη μοίρα - όλοι ασχολούνται με τον νικητή του πρώτου μαραθωνίου δρόμου. Μόνο ένας άνδρας δεν στροβιλίζεται στο κλίμα εθνικής ευφορίας: ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα αποκαλύψει στον γιο του, Κωνσταντίνο, πως επισκέφτηκε τον Λούη στα αποδυτήρια του Σταδίου και του είπε: «Αυτό που έκαμες ήταν άτιμο. Δεν θέλω να αμαυρώσω τους πανηγυρισμούς και γι' αυτό δεν θα κάνω ένσταση. Ας σε κρίνει ο Θεός».
Παναθηναϊκό Στάδιο, 121 χρόνια μετά
12 Ιανουαρίου 2017. Στέκομαι μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Τίποτα δεν θυμίζει την Αθήνα των 130.000 κατοίκων του 1896. Αυτοκίνητα στριμώχνονται νευρικά στις λωρίδες κυκλοφορίας της πολύβουης λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενώ πολύχρωμα πούλμαν με τουρίστες από όλο τον κόσμο παρκάρουν μπροστά στο Καλλιμάρμαρο προσφέροντας στους επισκέπτες τους μια γεύση από την πρώιμη ολυμπιακή ιστορία της πόλης. Έχουν περάσει 121 χρόνια από τότε η Ελλάδα διοργάνωσε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το όνομα του Σπύρου Λούη όμως παραμένει ολοζώντανο ως το υπερβατικό σύμβολο του αθλητικού παρελθόντος της χώρας. Είναι ένας πραγματικός θρύλος.
«Ο Αντώνης;» -η φωνή ανήκει σε έναν μεγαλόσωμο άνδρα κοντά στα 60. «Ντόναλντ Μακφαίηλ», συστήνεται. «Και από εδώ ο εγγονός του Χαρίλαου Βασιλάκου - Χαρίλαος Βασιλάκος και αυτός», συμπληρώνει. «Βασικά το έχω κάνει Χάρης για να διαφέρει από του παππού μου», ξεκαθαρίζει ο εγγονός του θρυλικού δρομέα Βασιλάκου, τείνοντας το χέρι για μια εγκάρδια χειραψία. Η αφορμή για τη συνάντηση με τους δυο άνδρες είναι ένα βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στα τέλη του 2012 (Εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη») από τον κ. Μακφαίηλ. Από τα 1.000 αντίτυπα, έτυχε τότε να πέσει ένα στα χέρια μου. Μου προκάλεσε εντύπωση ήδη από τον τίτλο: «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη». Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αμφισβητούσε τη νίκη του Σπύρου Λούη -στο πέρασμα των δεκαετιών υπήρχαν ανέκαθεν ψίθυροι. Ουδέποτε όμως οι συζητήσεις λάμβαναν δημόσιες διαστάσεις. Επρόκειτο για ένα θέμα-ταμπού και ουδείς άλλωστε μπορούσε να αποδείξει εάν πράγματι ο ολυμπιονίκης είχε δεχθεί βοήθεια, «κλέβοντας» τη νίκη από τον δεύτερο Βασιλάκο.
«Πώς προέκυψε το επίθετο Μακφαίηλ;», ρωτώ τον Ντόναλντ ενώ βαδίζουμε προς την «Αίγλη» για έναν καφέ. «Πατέρας Σκοτσέζος, μητέρα Αθηναία, σύζυγος Μανιάτισσα. Εγώ γεννήθηκα στο Λονδίνο, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα», λέει, ενώ χαμογελά με την γκριμάτσα που σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. «Ο συνδυασμός Σκωτίας-Μάνης είναι από τους πιο εκρηκτικούς που έχω ακούσει», μου ξεφεύγει αυθόρμητα. «Ε, μόνο ένας ξεροκέφαλος μισός Σκοτσέζος μισός Μανιάτης θα προσπαθούσε να βγάλει άκρη με ένα τόσο ευαίσθητο θέμα», «εισβάλει» στη συζήτηση ο Χάρης.
«Αλήθεια, γιατί ένα πρώην στέλεχος της Ολυμπιακής αεροπορίας πραγματοποιεί μια πολυετή έρευνα για κάτι που συνέβη πριν από 121 χρόνια;», ρωτώ τον Ντόναλντ. «Όπως για πολλά άλλα πράγματα στη ζωή αφορμή ήταν μια γυναίκα - για την ακρίβεια η γυναίκα μου, Λίλη. Η ιστορία ξεκινά στο Γύθειο, τον τόπο καταγωγής της. Συγκεκριμένα στο ορεινό χωριό Λυγερέας. Εκεί πηγαίναμε στο παρελθόν και συχνά οι γεροντότεροι στο καφενείο μιλούσαν για την άδικη απώλεια της νίκης του συμπατριώτη τους, Χαρίλαου Βασιλάκου, στον Μαραθώνιο του 1896. Αρχικά δεν έδινα σημασία - απέδιδα τα όποια υπονοούμενα για τον Λούη στον υπέρμετρο τοπικισμό των κατοίκων. Με τα χρόνια, άρχισα να πείθομαι. Έτσι, δειλά-δειλά, ξεκίνησα μια έρευνα και αδιάκοπη συλλογή στοιχείων από το 1972 έως σήμερα. Όσο σκάλιζα ανακάλυπτα ολοένα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Έγινε εμμονή για μένα να μάθω τι είχε συμβεί». «Διαβάζοντας το βιβλίο πάντως θα έλεγα ότι βρήκατε περισσότερο ενδείξεις παρά αποδείξεις», τον διακόπτω. «Ναι, πράγματι, δεν υπάρχουν αποδείξεις, όμως από την άλλη πολλές ενδείξεις συνηγορούν πως κάτι συνέβη», απαντά.
Στην κουβέντα παρεμβαίνει ο Χάρης, ο οποίος είναι κοντά στην ηλικία του Ντόναλντ. «Το θέμα δεν είναι να αποκαθηλωθεί ο Σπύρος Λούης. Να πάρουμε δηλαδή το ΟΑΚΑ ξαφνικά και να το ονομάσουμε Χαρίλαος Βασιλάκος; Όχι, προς Θεού. Η ιστορία δεν ξεγράφεται. Η έκδοση του βιβλίου έγινε με πλήρη συνείδηση και δεν έχει άλλη στόχευση, πέρα από το να τιμήσει τον Χαρίλαο Βασιλάκο και να προβάλλει τη μοναδική και μεγάλη ιστορία ενός συστηματικού αθλητή που έχει δοξάσει την Ελλάδα. Το χρυσό μετάλλιο του Σπύρου Λούη δεν γίνεται να αφαιρεθεί. Πάνω του οικοδομήθηκε ένας ελληνικός αθλητικός θρύλος. Καταλαβαίνω τους λόγους που ορισμένοι, ενώ ενδόμυχα γνωρίζουν, δεν θέλουν να συζητούν για τη συγκεκριμένη ιστορία, στην οποία και ο ίδιος ο Λούης χρησιμοποιήθηκε».
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ήταν Μανιάτης στην καταγωγή. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1875. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του σε ατύχημα. Την επιμέλεια ανέλαβε η μητέρα μαζί με ένα θείο του. Στη φωτογραφία τον βλέπουμε (στο κέντρο) σε στιγμιότυπο από τον πρώτο μαραθώνιο δρόμο που διεξήχθη ποτέ στην Ελλάδα, τον οποίο και κέρδισε.
«Πάμε να δούμε λίγο τις ενδείξεις και θα μου επιτρέψετε να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, εφόσον δεν εκπροσωπείται η άλλη πλευρά», λέω στους δύο άνδρες. Κουνούν το κεφάλι καταφατικά. Το λόγο παίρνει ο Χάρης. «Σε πρώτη φάση πρέπει να δούμε το πλαίσιο, στο οποίο κινούνταν οι δυο άντρες. Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ήταν εγγεγραμμένος αθλητής του Πανελληνίου και γυμναζόταν επί καθημερινής βάσεως. Στις 10 Μαρτίου 1896 διοργανώθηκαν οι πρώτοι πανελλήνιοι αγώνες, που ήταν ταυτόχρονα και επίσημοι προκριματικοί για τη συμμετοχή αθλητών στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο μαραθώνιος αυτός είναι ο πρώτος επίσημος αγώνας στον κόσμο στην ιστορία του αθλήματος. Ο Βασιλάκος τερμάτισε πρώτος, ήταν δηλαδή ο πρώτος νικητής παγκοσμίως και, παράλληλα, ο πρώτος πανελληνιονίκης του μαραθωνίου δρόμου στην ιστορία, καθώς και ο πρώτος μαραθωνοδρόμος που τερμάτισε στο Παναθηναϊκό στάδιο. Από αυτό τον αγώνα προκρίθηκαν οι έξι πρώτοι. Στις 24 Μαρτίου 1896, διεξήχθη με απόφαση του Ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου ένας έκτακτος προκριματικός αγώνας ώστε να συμπληρωθεί η εξαμελής, έως τότε, ολυμπιακή ομάδα με τέσσερις δρομείς ακόμη. Εδώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Σπύρος Λούης, ο οποίος συμμετείχε στον αγώνα αλλά αποκλείστηκε γιατί τερμάτισε πέμπτος και εκτός του προκαθορισμένου χρονικού ορίου.
Ο Ντόναλντ συμπληρώνει: «Πως αγωνίστηκε λοιπόν ο Λούης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού δεν κατάφερε να προκριθεί; Συνέβη το εξής: αντί για 10 αθλητές ο ισχυρός άντρας της οργάνωσης του μαραθωνίου, ταγματάρχης Γ. Παπαδιαμαντόπουλος, αποφάσισε να συμπεριλάβει ακόμα δύο. Τον πέμπτο και τον έκτο των συμπληρωματικών προκριματικών. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν βασιλικός με ισχυρές διασυνδέσεις στο παλάτι. Ο Σπύρος Λούης ήταν ο ιπποκόμος του στον στρατό. Γνωρίζονταν καλά. Παραμένει ανεξήγητο πως ένας απροετοίμαστος δρομέας κατάφερε να τρέξει μέσα σε πέντε ημέρες δύο μαραθώνιους, βελτιώνοντας τον χρόνο του κατά 20 λεπτά».
Σπάνιο σχέδιο του Γάλλου F. Galliard με θέμα τον τερματισμό του Χαρίλαου Βασιλάκου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου