16 Φεβ 2018

Θέματα

Ισχύει ότι ο Σπύρος Λούης έκλεψε την πρωτιά στον Μαραθώνιο του 1896;




Η ιστορία του Χαρίλαου Βασιλάκου που, 121 χρόνια πριν, όταν του ανακοίνωσαν πως βγήκε δεύτερος, αναρωτήθηκε: «Δεύτερος; Μα δεν με προσπέρασε κανείς»​.
Το πρωινό της 28ης Μαρτίου 1896 [με το Παλαιό Ημερολόγιο], ένα κομβόϊ από οκτώ ξύλινα κάρα ξεκινά από την Πλατεία Συντάγματος με κατεύθυνση τον Μαραθώνα. Στις άμαξες επιβαίνουν αθλητές, τρεις δημοσιογράφοι, νοσοκόμοι με φαρμακευτικό υλικό, κριτές και παρατηρητές. Η πομπή, την οποία συνοδεύουν έξι έφιπποι ανθυπολοχαγοί του Ελληνικού Στρατού, θα χρειαστεί τρεις ώρες για να φτάσει, μέσα από λασπωμένους καρόδρομους, στον προορισμό της όπου την επομένη θα δοθεί, για πρώτη φορά στην ιστορία, η εκκίνηση ενός νέου αγωνίσματος: του μαραθωνίου δρόμου. Η τοπική κοινότητα θα υποδεχθεί μετά Βαΐων και κλάδων αθλητές, συνοδούς και λοιπούς προσκεκλημένους, προσφέροντας κρασί από τα Μεσόγεια και πλήθος ντόπιων εδεσμάτων. Οι Έλληνες περιμένουν πολλά από το νέο αγώνισμα. Στις τέσσερις πρώτες ημέρες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έχουν κατακτήσει πέντε πρωτιές - καμία από αυτές όμως στον στίβο. Ο μαραθώνιος αποτελεί την ύστατη ευκαιρία για ένα χρυσό μετάλλιο. Η πρώτη θέση έχει πλέον αναχθεί σε εθνική υπόθεση.

Σύμφωνα με το βιβλίο «Η θρυλική Ολυμπιάδα του Σπύρου Λούη» (εκδόσεις Άγκυρα, 2004), του Τάσου Κοντογιαννίδη, το μεσημέρι της 29ης Μαρτίου 1896 [10 Απριλίου με το Νέο Ημερολόγιο] ο ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος καλεί τους δρομείς στην εκκίνηση λίγα λεπτά πριν από τις δύο. «Συλλογισθείτε τις πατρίδες σας, συλλογισθείτε ότι η ελληνική σημαία αναμένει έρπουσα προ του ιστού του Σταδίου. Τιμήσατέ την εντίμως και ως εμπρέπει εις Έλληνας συναγωνιζομένους. Από εμάς τους στρατιωτικούς ζητεί το αίμα μας η πατρίς. Από εσάς ζητεί την σημαίαν μας να την τιμήσετε. Ζήτω η Πατρίς! Ζήτωσαν οι Ολυμπιονίκαι» λέει μπρος σε μια αψίδα τυλιγμένη με την ελληνική σημαία. Ακολουθεί το «Λάβετε θέσεις» ενώ 20 τσολιάδες σαλπίζουν όπως οι αρχαίοι κήρυκες στην Ολυμπία πριν από χιλιάδες χρόνια. Ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος πυροβολεί στον αέρα και 17 αθλητές από πέντε χώρες εκκινούν έτοιμοι να διανύσουν τα περίπου 40 χλμ. της διαδρομής (τα 42.195μ. καθιερώθηκαν 12 χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1908). Οι καμπάνες στα γειτονικά ξωκλήσια χτυπούν εορταστικά - ελπίδα όλων ο νικητής να είναι Έλληνας. 

Στα πρώτα δέκα χιλιόμετρα προπορεύεται μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από τον Γάλλο Αλμπίν Λερμισό, τον Αυστραλό Έντουιν Φλακ και τον Αμερικανό Τσαρλς Άρθουρ Μπλέικ. Ακολουθούν οι Έλληνες Ιωάννης Λαυρέντης, Χαρίλαος Βασιλάκος και ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ. Στο Πικέρμι οι χωρικοί υποδέχονται πανηγυρίζοντας τους αθλητές - ο Θεοφιλάτος, ένας ντόπιος χωρικός κερνά κρασί και μεζέδες. Μια νεαρή τρέχει να αγκαλιάσει τον Χαρίλαο Βασιλάκο και τον ρίχνει σε ένα τραπέζι με μεζεκλίκια. Ο αθλητής του Πανελληνίου σηκώνεται και συνεχίζει να τρέχει. Στο 23ο χιλιόμετρο ο Αμερικανός Μπλέικ δεν έχει άλλες δυνάμεις και αποσύρεται από την κούρσα. Το ίδιο και ο Γάλλος Λερμισό ο οποίος ταλαιπωρείται από κράμπες και εγκαταλείπει στο 32ο χιλιόμετρο. Παίρνει κεφάλι ο Αυστραλός Φλακ. Στο ύψος του Χαλανδρίου αρχίζει να καταρρέει και αυτός. Ένας ντόπιος χωρικός πλησιάζει να τον βοηθήσει. Ο Αυστραλός Ολυμπιονίκης των 800μ. και 1.500μ. τον απωθεί βίαια θεωρώντας πως θέλει να τον εμποδίσει. Γύρω δεν υπάρχει τίποτα παρά μονάχα στάνες. Στους Αμπελόκηπους, ο προπορευόμενος Φλακ μοιάζει να έχει ξεμείνει από δυνάμεις - ρωτά τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο πόσο μακριά είναι ο τερματισμός. «Έξι χιλιόμετρα», του απαντά. Η απόσταση μοιάζει βουνό για τον εξαντλημένο Αυστραλό, που τελικά εγκαταλείπει την κούρσα υποφέροντας από φριχτούς πόνους. 


Λίγη ώρα αργότερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο ακούγεται ένας κανονιοβολισμός - το πλήθος ξεσπά σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Ο ήχος του κανονιού σημαίνει πως ο αθλητής που πλησιάζει στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο είναι Έλληνας. Ο αφέτης και έφορος του Μαραθωνίου δρόμου, ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος, εισέρχεται καλπάζοντας στο Στάδιο για να αναγγείλει πως προηγείται ο Σπυρίδων Λούης -ένας νερουλάς από το Μαρούσι. Η ιαχή «Έλλην, Έλλην» σκεπάζει τον ουρανό. Ο νικητής διανύει τον τελευταίο γύρο δίπλα στον διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο. Τα νέα για τον θρίαμβο διαδίδονται από στόμα σε στόμα - επικρατεί πανδαιμόνιο. Οκτώ λεπτά αργότερα κάνει την εμφάνισή του, κατάκοπος, ένας δεύτερος αθλητής: ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Ένας αξιωματούχος του παλατιού σπεύδει να τον αγκαλιάσει και να τον συγχαρεί για τη δεύτερη θέση. «Δεύτερη; Μα δεν με προσπέρασε κανείς» θα ψελλίσει. Όμως, τίποτα δεν μπορεί μετριάσει τον ενθουσιασμό των Ελλήνων για την πρώτη θέση. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ασπάζεται τον Λούη, λέγοντάς του πως «Αυτή η στιγμή είναι ιερή για την Ελλάδα», ενώ ο εμπνευστής των Ολυμπιακών Αγώνων, βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερντέν δεν διστάζει να του πει: «Σήμερα έγραψες ιστορία». 

Οι ξένοι επισκέπτες συγχαίρουν τους Έλληνες για τη νίκη - ένας ναύτης υψώνει την γαλανόλευκη στο Καλλιμάρμαρο, ο κόσμος ζητωκραυγάζει κουνώντας μαντήλια. «Είναι στιγμές ανείπωτης χαράς για το μικρό ελληνικό βασίλειο» υπερτονίζουν στις ανταποκρίσεις τους δημοσιογράφοι της εποχής, όπως ο Χαράλαμπος Άννινος. Η πρωτεύουσα φωταγωγείται, οι Αθηναίοι γλεντούν απ' άκρη σε άκρη. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν φλογερά άρθρα για τον άσημο χωρικό. Το όνομά του συζητιέται παντού - όλοι θέλουν να τον γνωρίσουν, να τον συγχαρούν, να του προσφέρουν δώρα. Είναι εθνικός ήρωας. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής: «Ο κύριος Κυπαρίσσης, πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κύριος Τζιβανόπουλος ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή». 

Σύντομα το όνομα του Σπύρου Λούη εισέρχεται στη σφαίρα του μύθου. Στην επαρχία και στο εξωτερικό οι Έλληνες συζητούν για νερουλά που τους έκανε περήφανους. Άπαντες αναζητούν φωτογραφίες του Λούη για να κρεμάσουν στα σπίτια και στα μαγαζιά τους. Το ντελίριο ενθουσιασμού δεν λέει να κοπάσει ούτε τις επόμενες ημέρες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες περνούν σε δεύτερη μοίρα - όλοι ασχολούνται με τον νικητή του πρώτου μαραθωνίου δρόμου. Μόνο ένας άνδρας δεν στροβιλίζεται στο κλίμα εθνικής ευφορίας: ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα αποκαλύψει στον γιο του, Κωνσταντίνο, πως επισκέφτηκε τον Λούη στα αποδυτήρια του Σταδίου και του είπε: «Αυτό που έκαμες ήταν άτιμο. Δεν θέλω να αμαυρώσω τους πανηγυρισμούς και γι' αυτό δεν θα κάνω ένσταση. Ας σε κρίνει ο Θεός». 

Παναθηναϊκό Στάδιο, 121 χρόνια μετά

12 Ιανουαρίου 2017. Στέκομαι μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Τίποτα δεν θυμίζει την Αθήνα των 130.000 κατοίκων του 1896. Αυτοκίνητα στριμώχνονται νευρικά στις λωρίδες κυκλοφορίας της πολύβουης λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενώ πολύχρωμα πούλμαν με τουρίστες από όλο τον κόσμο παρκάρουν μπροστά στο Καλλιμάρμαρο προσφέροντας στους επισκέπτες τους μια γεύση από την πρώιμη ολυμπιακή ιστορία της πόλης. Έχουν περάσει 121 χρόνια από τότε η Ελλάδα διοργάνωσε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το όνομα του Σπύρου Λούη όμως παραμένει ολοζώντανο ως το υπερβατικό σύμβολο του αθλητικού παρελθόντος της χώρας. Είναι ένας πραγματικός θρύλος. 
«Ο Αντώνης;» -η φωνή ανήκει σε έναν μεγαλόσωμο άνδρα κοντά στα 60. «Ντόναλντ Μακφαίηλ», συστήνεται. «Και από εδώ ο εγγονός του Χαρίλαου Βασιλάκου - Χαρίλαος Βασιλάκος και αυτός», συμπληρώνει. «Βασικά το έχω κάνει Χάρης για να διαφέρει από του παππού μου», ξεκαθαρίζει ο εγγονός του θρυλικού δρομέα Βασιλάκου, τείνοντας το χέρι για μια εγκάρδια χειραψία. Η αφορμή για τη συνάντηση με τους δυο άνδρες είναι ένα βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στα τέλη του 2012 (Εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη») από τον κ. Μακφαίηλ. Από τα 1.000 αντίτυπα, έτυχε τότε να πέσει ένα στα χέρια μου. Μου προκάλεσε εντύπωση ήδη από τον τίτλο: «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη». Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αμφισβητούσε τη νίκη του Σπύρου Λούη -στο πέρασμα των δεκαετιών υπήρχαν ανέκαθεν ψίθυροι. Ουδέποτε όμως οι συζητήσεις λάμβαναν δημόσιες διαστάσεις. Επρόκειτο για ένα θέμα-ταμπού και ουδείς άλλωστε μπορούσε να αποδείξει εάν πράγματι ο ολυμπιονίκης είχε δεχθεί βοήθεια, «κλέβοντας» τη νίκη από τον δεύτερο Βασιλάκο. 
«Πώς προέκυψε το επίθετο Μακφαίηλ;», ρωτώ τον Ντόναλντ ενώ βαδίζουμε προς την «Αίγλη» για έναν καφέ. «Πατέρας Σκοτσέζος, μητέρα Αθηναία, σύζυγος Μανιάτισσα. Εγώ γεννήθηκα στο Λονδίνο, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα», λέει, ενώ χαμογελά με την γκριμάτσα που σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. «Ο συνδυασμός Σκωτίας-Μάνης είναι από τους πιο εκρηκτικούς που έχω ακούσει», μου ξεφεύγει αυθόρμητα. «Ε, μόνο ένας ξεροκέφαλος μισός Σκοτσέζος μισός Μανιάτης θα προσπαθούσε να βγάλει άκρη με ένα τόσο ευαίσθητο θέμα», «εισβάλει» στη συζήτηση ο Χάρης.
«Αλήθεια, γιατί ένα πρώην στέλεχος της Ολυμπιακής αεροπορίας πραγματοποιεί μια πολυετή έρευνα για κάτι που συνέβη πριν από 121 χρόνια;», ρωτώ τον Ντόναλντ. «Όπως για πολλά άλλα πράγματα στη ζωή αφορμή ήταν μια γυναίκα - για την ακρίβεια η γυναίκα μου, Λίλη. Η ιστορία ξεκινά στο Γύθειο, τον τόπο καταγωγής της. Συγκεκριμένα στο ορεινό χωριό Λυγερέας. Εκεί πηγαίναμε στο παρελθόν και συχνά οι γεροντότεροι στο καφενείο μιλούσαν για την άδικη απώλεια της νίκης του συμπατριώτη τους, Χαρίλαου Βασιλάκου, στον Μαραθώνιο του 1896. Αρχικά δεν έδινα σημασία - απέδιδα τα όποια υπονοούμενα για τον Λούη στον υπέρμετρο τοπικισμό των κατοίκων. Με τα χρόνια, άρχισα να πείθομαι. Έτσι, δειλά-δειλά, ξεκίνησα μια έρευνα και αδιάκοπη συλλογή στοιχείων από το 1972 έως σήμερα. Όσο σκάλιζα ανακάλυπτα ολοένα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Έγινε εμμονή για μένα να μάθω τι είχε συμβεί». «Διαβάζοντας το βιβλίο πάντως θα έλεγα ότι βρήκατε περισσότερο ενδείξεις παρά αποδείξεις», τον διακόπτω. «Ναι, πράγματι, δεν υπάρχουν αποδείξεις, όμως από την άλλη πολλές ενδείξεις συνηγορούν πως κάτι συνέβη», απαντά. 
Στην κουβέντα παρεμβαίνει ο Χάρης, ο οποίος είναι κοντά στην ηλικία του Ντόναλντ. «Το θέμα δεν είναι να αποκαθηλωθεί ο Σπύρος Λούης. Να πάρουμε δηλαδή το ΟΑΚΑ ξαφνικά και να το ονομάσουμε Χαρίλαος Βασιλάκος; Όχι, προς Θεού. Η ιστορία δεν ξεγράφεται. Η έκδοση του βιβλίου έγινε με πλήρη συνείδηση και δεν έχει άλλη στόχευση, πέρα από το να τιμήσει τον Χαρίλαο Βασιλάκο και να προβάλλει τη μοναδική και μεγάλη ιστορία ενός συστηματικού αθλητή που έχει δοξάσει την Ελλάδα. Το χρυσό μετάλλιο του Σπύρου Λούη δεν γίνεται να αφαιρεθεί. Πάνω του οικοδομήθηκε ένας ελληνικός αθλητικός θρύλος. Καταλαβαίνω τους λόγους που ορισμένοι, ενώ ενδόμυχα γνωρίζουν, δεν θέλουν να συζητούν για τη συγκεκριμένη ιστορία, στην οποία και ο ίδιος ο Λούης χρησιμοποιήθηκε». 
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ήταν Μανιάτης στην καταγωγή. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1875. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του σε ατύχημα. Την επιμέλεια ανέλαβε η μητέρα μαζί με ένα θείο του. Στη φωτογραφία τον βλέπουμε (στο κέντρο) σε στιγμιότυπο από τον πρώτο μαραθώνιο δρόμο που διεξήχθη ποτέ στην Ελλάδα, τον οποίο και κέρδισε.


«Πάμε να δούμε λίγο τις ενδείξεις και θα μου επιτρέψετε να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, εφόσον δεν εκπροσωπείται η άλλη πλευρά», λέω στους δύο άνδρες. Κουνούν το κεφάλι καταφατικά. Το λόγο παίρνει ο Χάρης. «Σε πρώτη φάση πρέπει να δούμε το πλαίσιο, στο οποίο κινούνταν οι δυο άντρες. Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ήταν εγγεγραμμένος αθλητής του Πανελληνίου και γυμναζόταν επί καθημερινής βάσεως. Στις 10 Μαρτίου 1896 διοργανώθηκαν οι πρώτοι πανελλήνιοι αγώνες, που ήταν ταυτόχρονα και επίσημοι προκριματικοί για τη συμμετοχή αθλητών στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο μαραθώνιος αυτός είναι ο πρώτος επίσημος αγώνας στον κόσμο στην ιστορία του αθλήματος. Ο Βασιλάκος τερμάτισε πρώτος, ήταν δηλαδή ο πρώτος νικητής παγκοσμίως και, παράλληλα, ο πρώτος πανελληνιονίκης του μαραθωνίου δρόμου στην ιστορία, καθώς και ο πρώτος μαραθωνοδρόμος που τερμάτισε στο Παναθηναϊκό στάδιο. Από αυτό τον αγώνα προκρίθηκαν οι έξι πρώτοι. Στις 24 Μαρτίου 1896, διεξήχθη με απόφαση του Ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου ένας έκτακτος προκριματικός αγώνας ώστε να συμπληρωθεί η εξαμελής, έως τότε, ολυμπιακή ομάδα με τέσσερις δρομείς ακόμη. Εδώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Σπύρος Λούης, ο οποίος συμμετείχε στον αγώνα αλλά αποκλείστηκε γιατί τερμάτισε πέμπτος και εκτός του προκαθορισμένου χρονικού ορίου. 

Ο Ντόναλντ συμπληρώνει: «Πως αγωνίστηκε λοιπόν ο Λούης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού δεν κατάφερε να προκριθεί; Συνέβη το εξής: αντί για 10 αθλητές ο ισχυρός άντρας της οργάνωσης του μαραθωνίου, ταγματάρχης Γ. Παπαδιαμαντόπουλος, αποφάσισε να συμπεριλάβει ακόμα δύο. Τον πέμπτο και τον έκτο των συμπληρωματικών προκριματικών. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν βασιλικός με ισχυρές διασυνδέσεις στο παλάτι. Ο Σπύρος Λούης ήταν ο ιπποκόμος του στον στρατό. Γνωρίζονταν καλά. Παραμένει ανεξήγητο πως ένας απροετοίμαστος δρομέας κατάφερε να τρέξει μέσα σε πέντε ημέρες δύο μαραθώνιους, βελτιώνοντας τον χρόνο του κατά 20 λεπτά».

Σπάνιο σχέδιο του Γάλλου F. Galliard με θέμα τον τερματισμό του Χαρίλαου Βασιλάκου.

«Ναι, αλλά και ο Χαρίλαος Βασιλάκος βελτίωσε τον δικό του χρόνο κατά 12 λεπτά μεταξύ πανελληνίων και Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό πώς εξηγείται;», επισημαίνω στους δύο άνδρες. Ο Ντόναλντ σκαλίζει την τσάντα του και βγάζει ένα δημοσίευμα της εποχής στο οποίο ο Βασιλάκος αναφέρει μετά τη νίκη του στους Πανελλήνιους Αγώνες πως «δύναται στους Ολυμπιακούς να βελτιώσει την επίδοσή του τουλάχιστον κατά δέκα λεπτά» καθώς είχε κρατήσει δυνάμεις στον αγώνα λόγω έλλειψης πίεσης και συναγωνισμού. 
«Η Ελλάδα χρειαζότανε πάση θυσία μία πρώτη νίκη στον στίβο, αναζητούσε έναν εθνικό σύμβολο και τον βρήκε στο πρόσωπο του Σπύρου Λούη με τη βοήθεια ενός ανθρώπου του παλατιού. Ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος ήταν υπεύθυνος τόσο για τη διαδικασία των προκρίσεων όσο και για διεξαγωγή του μαραθωνίου δρόμου. Ήταν επίτροπος του αγωνίσματος, αφέτης της εκκίνησης, επιτηρητής δρόμου, αγγελιαφόρος τερματισμού. Όρισε σαν κριτές του αγωνίσματος μονάχα Έλληνες στρατιωτικούς υπό τις εντολές του, εν αντιθέσει με τα άλλα αγωνίσματα που υπήρχαν ξένοι κριτές και παρατηρητές. Ο πατέρας του ταγματάρχη ήταν παλαιός υπασπιστής του βασιλιά, ο ένας αδελφός του ήταν υπασπιστής του πρίγκιπα και ο άλλος αδελφός υπουργός στρατιωτικών και αρχηγός του στρατιωτικού και πολιτικού οίκου του βασιλιά. Αντιλαμβάνεσαι πως σε έναν αγώνα όπου δεν υπήρχαν καθόλου θεατές σε μεγάλο μέρος της διαδρομής και οι κριτές έδιναν άπαντες λόγο σε ένα και μόνο άνδρα, δεν είναι δύσκολο να ευνοηθεί κάποιος», πιστεύει ο Ντόναλντ. 
Η εφημερίδα «Ερμής» έγραφε για τον Χαρίλαο Βασιλάκο στις 13 Απριλίου 1896: «Ο κ. Βασιλάκος είναι νεότατος, υψηλός και φυσιογνωμίας αρρενωπής. Είναι φοιτητής και από τους λεπτοτέρους τζέντλεμαν. Ένας άριστος causer (σ.σ καλός συνομιλητής). Ο μόνος όστις ηνοεί τίνα έννοιαν είχε το αγώνισμα τούτο. Θερμότατος πατριώτης και μετριόφρων εκ της κυρίως Μάνης».

«Γιατί δεν ανακίνησε το θέμα ο Βασιλάκος όσο ζούσε;», ρωτώ. Ο Ντόναλντ δεν χάνει χρόνο. «Δεν κυνήγησε την ιστορία διότι θα εξέθετε τον βασιλιά και το επιτελείο του. Λόγω πεποιθήσεων αυτό του ήταν αδύνατο. Επίσης, οι Έλληνες είχαν καταληφθεί από εθνική υστερία με τη νίκη του Λούη, δεν ήταν δυνατό να αμαυρώσει κάτι τόσο σημαντικό. Οι Ολυμπιακοί αγώνες είχαν σφραγιστεί με τον καλύτερο τρόπο». «Εσύ τον ρώτησες ποτέ;», στρέφομαι στον Χάρη. «Δεν μιλούσε για αυτή την ιστορία. Μου έλεγε "Τι ασχολείστε με αυτά; Πάνε, πέρασαν". Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια. Κάποια στιγμή μετά τον θάνατο του Χαρίλαου Βασιλάκου, ο γιος του Κωνσταντίνος αποκάλυψε πως ο παππούς του είπε κάποια στιγμή πως πλησίασε τον Λούη στα αποδυτήρια του Σταδίου και τον κατηγόρησε ανοιχτά πως έκλεψε. Ο ίδιος ο παππούς βέβαια αρνιόταν πεισματικά να μιλήσει για εκείνη την εποχή, αν και τον πίεζαν όλοι αρκετά. Όποιος ρωτούσε του έλεγε "ό,τι έγινε, έγινε". Κι εμείς, το τονίζω, δεν θέλουμε να σπιλώσουμε την μνήμη του Σπύρου Λούη. Παρά μονάχα να τιμηθεί από την πολιτεία ο αδικημένος της ιστορίας, Χαρίλαος Βασιλάκος για τον αξιοζήλευτο τίτλο του νικητή που χάραξε πρώτος τον μαραθώνιο δρόμο, στην κλασική διαδρομή». 

Ο Ντόναλντ κουνά καταφατικά το κεφάλι, δαγκώνοντας ελαφρά τα χείλη του. Με κοιτά και μου λέει: «Ανέτρεξα σε εκατοντάδες εφημερίδες, σε χιλιάδες σελίδες βιβλίων, άρθρων, περιοδικών και εγγράφων της μεταπτωχευτικής Ελλάδας. Μίλησα με γνώστες του μαραθωνίου προκειμένου να διαμορφώσω άποψη. Η έρευνά μου δεν διέθετε τη σημερινή διαδικτυακή τεχνολογία. Ήμουν υποχρεωμένος, να ξημεροβραδιάζομαι στη βιβλιοθήκη της Βουλής για να διαβάσω όλες, μα όλες τις εφημερίδες και τα βιβλία από το 1893 και αργότερα. Δουλειά πολύχρονη και επίπονη δεδομένου ότι εργαζόμουν ταυτόχρονα. Όλος αυτός ο κόπος είχε ως στόχο να αναδείξει πόσο σημαντικός δρομέας υπήρξε ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Το παράδοξο είναι πως οι ξένοι το αναγνωρίζουν - μόνο εδώ τα φώτα έπεσαν όλα πάνω στον νικητή».
 Το 1965 ο γιος του Χαρίλαου Βασιλάκου, Κωνσταντίνος προσέφερε στο Μουσείο Νεότερων Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ολυμπία τρία αντικείμενα: Το ολυμπιακό μετάλλιο, το τιμητικό δίπλωμα και το μοναδικό δάφνινο στεφάνι που διασώζεται από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1896. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ρώτησα τον Χάρη Βασιλάκο, πόσο κοστολογούνται αυτά τα αντικείμενα. Μου απάντησε: «Χιλιάδες ευρώ, όμως οι αξίες δεν εμπορεύονται».

«Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει "...στο κρατάω μανιάτικο"» πειράζω τους δύο άντρες, προτού τους αποχαιρετήσω. Έχει αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στο Παναθηναϊκό Στάδιο καθώς διασχίζω τη λεωφόρο Β. Κωνσταντίνου. Πορτοκαλί αποχρώσεις «χαϊδεύουν» τα πολυκαιρισμένα μάρμαρα. 

Ο Σπύρος Λούης και ο Χαρίλαος Βασιλάκος δεν συναντήθηκαν ποτέ σε άλλο αγώνα (ο Λούης δεν έτρεξε ξανά). Έζησε φτωχικά έως το τέλος της ζωής του, ενσαρκώνοντας σεμνά τον ρόλο του πρώτου αθλητή-συμβόλου της νεότερης Ελλάδας. Ο Χαρίλαος Βασιλάκος, από την άλλη, αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών στον τελωνειακό κλάδο. Δεν έπαψε ποτέ να αγαπά και να ασχολείται με τον αθλητισμό είτε σαν διοργανωτής, είτε σαν κριτής, είτε σαν σύμβουλος αγώνων. Μέχρι σήμερα παραμένει ο νεότερος ολυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος [σ.σ ήταν τότε 21 ετών], ενώ συνέχισε την αθλητική του διαδρομή και μετά το 1896. Σημείωσε νίκες σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ υπήρξε εισηγητής και ο πρώτος νικητής ενός νέου αγωνίσματος στην Ελλάδα: του Βάδην. Θέλοντας να επιβεβαιώσει τη δρομική του υπεροχή, τόλμησε να αγωνιστεί ακόμα και κόντρα στο αθηναϊκό τραμ, το οποίο νίκησε αναγκάζοντας τον έκπληκτο μηχανοδηγό να πει στους επιβάτες «Αμ, αυτός έχει καλύτερη μηχανή απ' τη δική μου». Έκτοτε οι εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήριζαν: «ο Ατμοκίνητος κ. Βασιλάκος». Όσο για την αλήθεια σχετικά με τον πρώτο ολυμπιακό μαραθώνιο; Αυτή μάλλον δεν θα τη μάθουμε ποτέ -έστω κι αν το παράνοπονο του Χ. Βασιλάου στο κύκλο του («εμένα πάντως δεν με πέρασε κανείς») αντηχεί έως και τις μέρες μας... 

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου